Monday 13 April 2020

Μέρος δεύτερο.



«Δεν ξέρω αν μου άρεσε ποτέ το χάος. Ίσως λίγο. Από απόσταση. Πίσω από γυαλί και με την ασφάλεια που σου δίνουν οι κουρτίνες που μπορείς να τραβήξεις και να βυθιστείς στο σκοτάδι, όταν ο ήλιος γίνεται πολύς και σε καίει. 

Και τι γίνεται όταν σε σπρώχνουν στο χάος και εσύ πέφτεις και πέφτεις και πέφτεις; Το γυαλί εξαφανίζεται, το χάος υπάρχει ξαφνικά παντού γύρω σου, γίνεσαι σχεδόν ένα με αυτό. 

Και δεν βλέπεις τον ήλιο, δεν βλέπεις πια τίποτα. 

Και αυτό σε κάνει να πιστεύεις σε πράγματα που είχες από μόνος σου απορρίψει. Ξαφνικά πιστεύεις στα φαντάσματα. Εκείνα που δεν βλέπεις και σε τρομάζουν περισσότερο γιατί υπάρχουν μόνο στο μυαλό σου. Πώς μπορείς να αγγίξεις και να σπρώξεις μακριά σου κάτι που υπάρχει μόνο στο μυαλό σου; 

Δεν θα καταλάβεις εύκολα τι λέω. Και αυτό είναι σχεδόν παρηγορητικό. Δεν ξέρεις ποια είναι τα φαντάσματα και τώρα φωνάζεις ζητώντας ονόματα, λες και αυτό θα σε κάνει μαγικά να τα δεις.

Τα φαντάσματα είναι οι λέξεις που δεν είπα, οι αγκαλιές που δεν σου έδωσα. Ότι δεν είδες ποτέ κάποιο χαμόγελο που σκάλισες εσύ στο πρόσωπό μου. Ότι δεν έκανα βήμα κρατώντας σου το χέρι. Ότι ίσως τα αστέρια που γελάνε σου τα χάρισε κάποια άλλη και όχι εγώ. Κάποια που ταιριάζει καλύτερα στο χάος


Κλείνω το βιβλίο μου γιατί θέλω να μπω ξανά στη θάλασσα. 

«Μακάρι να έγραφα και εγώ ψέματα έτσι» σκέφτομαι.

Ξεκινάω να περπατάω προς το νερό και κοιτάζω γύρω μου την απόλυτα άδεια παραλία.

No comments:

Post a Comment