Wednesday 16 October 2013

Γείτονες.



Δεν ξέρω τι είναι αυτό που κάνει τα παράθυρα τόσο μαγικά πάντα. Βρίσκω τον εαυτό μου να χαζεύει ώρες ατέλειωτες σε εκείνες τις πόρτες, που δεν είναι πόρτες, γιατί ίσως νομίζω σε κάποιο βαθμό οτι κοιτώντας μέσα τους ίσως καταλάβω λίγο καλύτερα τον κόσμο, έτσι αν τον κοιτάω από ψηλά.

Μου έρχεται μερικές φορές η τρελή ιδέα να πάω, να χτυπήσω το κουδούνι του απέναντι σπιτιού, ή εκείνου παραπέρα ακόμα, και να ζητήσω ζάχαρη. Όχι οτι δεν έχω. Απλά θέλω πολύ έντονα να δω αν το σαλόνι για παράδειγμα των σπιτιών απέναντι ή εκείνων παραδίπλα είναι το ίδιο κρύο με τα τούβλα στους τοίχους τους απέξω.  Και κάπως έτσι ίσως σου μιλήσω κιόλας.

Θα χτυπήσω το κουδούνι που δε λέει το όνομά σου αλλά την πόρτα θα την ανοίξεις εσύ. Όταν με δεις, θα σαστίσεις λίγο, θα προσπαθείς να καταλάβεις που με έχεις ξαναδεί. Θα θελήσω να σε βοηθήσω, όπως πάντα. Θα θελήσω να σου θυμίσω εκείνα τα πρωινά της άνοιξης που κράτησε λίγο και ξυπνάγαμε μαζί, αλλά δεν θα μιλήσω καθόλου. Θα περιμένω. Εσύ μετά από λίγο, θα παραιτηθείς. Ίσως δεν με ξέρεις τελικά. Ίσως απλά σου θύμισα κάποια άλλη. Και ίσως και να έχεις δίκιο. Ίσως κάθε πρωί την άνοιξη ξυπνούσα μόνη μου. Ή ίσως η άνοιξη να μην ήρθε ποτέ και μετά το Φεβρουάριο να φτάσαμε κατευθείαν σε ένα μεγάλο, πολύχρωμο και ασπρόμαυρο καλοκαίρι.

«Συγνώμη» θα πω ενώ δεν έχω κάνει ούτε ένα λάθος. «Συγνώμη. Μήπως έχετε λίγη ζάχαρη; Φτιάχνω γλυκό και μου τελείωσε» έχεις σταματήσει να ακούς από ώρα, σε κούρασα. Έχεις ήδη πάει στην κουζίνα να φέρεις το βάζο με τη ζάχαρη, χωρίς να σε νοιάζει αν φτιάχνω κέικ ή μπισκότα.

«Ευχαριστώ πολύ» θα πω και δεν θα κάνω βήμα. Τελευταία προσπάθεια. Ίσως θυμηθείς. Ίσως αυτή τη φορά αφήσεις για λίγο την άμυνα στο ντουλάπι της κουζίνας, στη θέση της ζάχαρης που μόλις μου έδωσες. Και το σαλόνι είναι κρύο, είχα δίκιο τελικά. Τα τούβλα που έχει το σπίτι σου απέξω υπάρχουν και μέσα, ίδια και απαράλλακτα. Στέκονται αντί για καναπέδες στη μέση του δωματίου και υπάρχει μια άσπρη, μεγάλη πόρτα, με δύο χερούλια στη θέση του τραπεζιού. Λείπει το κουδούνι, εκείνο που δε γράφει το όνομα σου και ξαφνικά αναρωτιέμαι αν έχεις αφήσει κάποιο μαγικό παράθυρο ανοιχτό γιατί το κρύο γίνεται όλο και περισσότερο.

Με κατηγορούν συχνά οτι δεν είμαι αισιόδοξη και ποτέ δεν αρνήθηκα την αλήθεια που υπάρχει πίσω από αυτές, τις κακοπροαίρετες κατά τα άλλα, κατηγορίες. Τελευταία όμως κάτι είναι διαφορετικό.
Πια δεν θέλω καν να προσπαθήσω να το αλλάξω αυτό. Έχω πιστέψει πλήρως στην απαισιοδοξία μου και την έχω αγκαλιάσει κιόλας. Δεν φταίει οτι μου τελείωσε η ζάχαρη, ούτε οτι άλλαξα σπίτι και άφησα στο παλιό μου ένα κομμάτι του εαυτού μου, μαζί και ένα τετράδιο γεμάτο σκέψεις μου. Δεν έγινε τίποτα. Όσο πιο πολύ κοιτάζω όμως τον κόσμο από ψηλά, από το μαγικό παράθυρό μου, όσο πιο πολύ καταφέρνω να γνωρίσω αυτή την πόλη και όσο περισσότερο μου λείπει κάθε μέρα η Αθήνα, βλέπω ένα πράγμα. Ανθρώπους παντού και πάντα ερωτευμένους με το ίδιο πράγμα, τον καθρέφτη τους. Πνίγονται πλήθη ανθρώπων κάτω από το παράθυρό μου, μέσα σε ένα «εγώ» που ξαφνικά γράφτηκε με κεφαλαία και τους κατάπιε ολόκληρους. Και κάπου απομακρύνθηκα, κάπου εκείνοι παραμέρισαν λίγο. Μου έδωσαν τόσο χώρο που πια το δωμάτιο με το μαγικό παράθυρο δεν με χωράει καν. Και αν έχω άδικο; Και αν οι άνθρωποι σταματούσαν να κοιτάνε την αντανάκλασή τους στον καθρέφτη που κρατάνε αν άφηνα λίγο ήλιο να μπει μέσα από το μαγικό παράθυρο μου; Κάποιες φορές, σαν εκείνη που πήγα να του ζητήσω ζάχαρη, ένα κύμα ελπίδας με χτυπάει στο πρόσωπο και με ξυπνάει τελείως.  Και μέσα στον αφρό αυτό της ελπίδας τον ακούω να μου μιλάει.

«Μην ξεχάσεις να μας επιστρέψεις το βάζο» λέει και κλείνει την πόρτα στο λουσμένο με ελπίδα πρόσωπό μου.