Friday 27 February 2015

Σαπούνι.


"Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν" μου είχε πει ένα καλοκαίρι, από εκείνα που ήμασταν οι δυο μας και λέγαμε πράγματα που δεν ήξερε κανείς άλλος. "Και όχι γιατί δεν μπορούν αλλά γιατί δεν θέλουν στ' αλήθεια".


Την λυπήθηκα πολύ εκείνο το μεσημέρι και ας είχε ήλιο. Τότε είχα συνδέσει την απαισιόδοξη διαπίστωσή της με τα τελευταία εκείνα χρόνια της ζωής της και με την απίστευτη μοναξιά της. Και τώρα εύχομαι να μπορούσα να είμαι για λίγο ακόμα μαζί της. Να της κάνω παράπονα, να της πω ότι είχε δίκιο. Να της κρατήσω το χέρι λίγο ακόμα. Να ακούσω μια φορά ακόμα το γέλιο της.

Πόσο δίκιο είχε.

Αλλά δεν την ένοιαζε το δίκιο της. Πάταγε γερά στα πόδια της και τη ζήλευα που ο φόβος ήταν ένα συναίσθημα για το οποίο μόνο είχε διαβάσει και ποτέ δεν είχε νιώσει στη ζωή της πραγματικά. Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν οι άνθρωποι τριγύρω μου γνωρίζουν πόσο πραγματικά μόνοι είμαστε. Πόσο γρήγορα ξεθωριάζουν τα μελάνια των ανεξίτηλων "για πάντα" που σκορπάμε κάθε μέρα.

Θα ήθελα πολύ να τη ρωτήσω σήμερα γιατί τα αγαπημένα μου βιβλία δεν βγάζουν πια νόημα. Θα ήθελα να τη ρωτήσω αν μπορώ να μείνω για πάντα μαζί της και θα ήθελα να μου πει ναι. Όπως μου είχε πει κάποτε.

Οι άνθρωποι φεύγουν. Όπως έκανε και εκείνη. Όπως θα κάνουν και όλοι άλλωστε.
Και το κενό που αφήνουν πιάνει πολύ χώρο.

Μήνες αφού έφυγε εκείνη, γυρνούσα στα μαγαζιά χωρίς να ψάχνω κάτι συγκεκριμένο. Και βρήκα ένα σαπούνι. Όταν το μύρισα την είδα. Μύριζε σαν εκείνη, την έβλεπα να μου χαμογελάει σχεδόν. Ήθελα τόσο πολύ να της πω ότι ήμουν πιο μόνη από ότι ήταν ποτέ εκείνη.Ήθελα να της πω ότι μάλλον μισώ όλους τους ανθρώπους και ότι έπρεπε να μην έχει φύγει ποτέ.

Λείπει ένα χρόνο και εγώ είμαι πια σίγουρη. Δεν αλλάζουν οι άνθρωποι.