Monday 12 November 2012

Όλη η αλήθεια για τα Χριστούγεννα - πολύ έγκαιρα



Από μικρή έχω μια συνήθεια που σε κάποιους φαίνεται λίγο αστεία. Εγώ πάλι πολύ σπάνια συμφωνώ με τους πολλούς για το τι είναι αστείο, οπότε για ακόμα μία φορά γυρνάω από την άλλη το πρόσωπό μου και σιγοτραγουδάω. Όποτε βλέπω μια φωτογραφία που δείχνει κάποιο χαμογελαστό πρόσωπο βάζω σκοπό ζωής μου να καταλάβω αν το χαμόγελο στο πρόσωπο αυτό είναι αληθινό. Κρύβω λοιπόν τα χαμογελαστά χείλη με το χέρι μου και προσέχω τα μάτια. Η αλήθεια είναι ότι αν ένας άνθρωπος είναι πραγματικά ευτυχισμένος τα μάτια του χαμογελούν κι αυτά.

Προσπαθώ να θυμηθώ πότε σταμάτησα να αγαπώ τα Χριστούγεννα. Μεγαλώνοντας ζούσα για το Δεκέμβρη. Μέτραγα τις μέρες, τις ώρες και ίσως να μέτραγα και τα λεπτά αν δεν ήμουν τόσο ενθουσιασμένη που κατέληγα να ξεχαστώ επειδή χάζευα τα φωτάκια στο χριστουγεννιάτικο δέντρο με τον τρόπο που μόνο ένα παιδί ξέρει να χαζεύει.

Χανόμουν μέσα στις εναλλαγές των χρωμάτων και άφηνα τον εαυτό μου να γίνει ένα με τα κλαδιά του δέντρου. Όλο το σπίτι μύριζε έλατο. Το μόνο που ήθελα τις μέρες εκείνες ήταν να περάσω χρόνο με τις πιο αγαπημένες μου υπάρξεις σε όλο τον κόσμο, την οικογένειά μου.

Πρόσφατα έπιασα τον εαυτό μου να χάνεται μέσα στα χρωματιστά αλλά όχι τόσο λαμπερά λαμπάκια του δέντρου μας πάλι. Τα κοίταζα με τα ίδια μάτια, με την ίδια προσοχή και την ίδια ελπίδα ότι θα γίνουν όλα πάλι μαγικά. Τίποτα δεν έγινε μαγικό πάλι, τίποτα δεν είναι το ίδιο. Ούτε και τα μάτια μου αφού το μόνο που παραμένει ίδιο σε αυτά είναι το καστανό χρώμα.

Ο λόγος που μισώ τα Χριστούγεννα είναι ακριβώς αυτός. Ό,τι υπήρχε πίσω από τα μάτια μου και με έκανε περήφανη, ό,τι έβλεπα κάθε μέρα στα μάτια των άλλων και με έκανε χαρούμενη, έχει πια πεθάνει. Η αθωότητα μάζεψε τις βαλίτσες τις και έφυγε χωρίς να με χαιρετήσει καν. Ένα γράμμα άφησε μόνο πάνω στο τραπέζι και αυτό ήταν λακωνικό. «Εσύ φταις» έγραφε. Πόσο δίκιο είχε η αθωότητα.

Πήρα λάθος αποφάσεις, έκανα πράγματα που δεν έχω ξανακάνει ποτέ. Έγινα ένας άνθρωπος που ούτε γνωρίζω, ούτε θα είχα ποτέ την επιθυμία να μάθω. Έγινα ό,τι ακριβώς πιστεύω οτι καταστρέφει αυτό τον κόσμο. Ζητάω συγνώμη. Πρώτα από τον εαυτό μου, που τον πρόδωσα με αυτό τον τρόπο και που τον άφησα να πέσει μερικά σκαλιά πιο κάτω και μετά, από σένα. Που δεν έμαθες ποτέ ποια είμαι, ούτε για ένα λεπτό.

Κάτι οι σκέψεις μου, κάτι τα φωτάκια στο δέντρο, κάτι το ζεστό σπίτι μου στην Αθήνα που μου χάρισε Χριστούγεννα με γέλιο, παιχνίδι και μια Χριστίνα μόλις 9 χρονών που θα ήταν τιμή μου να είμαι ακόμα, κατάφερα μετά από ακριβώς τέσσερις μήνες να κλάψω πάλι. Πήρα τόση χαρά όταν είδα οτι μπορώ ακόμα να νιώσω που για λίγο επέτρεψα στον εαυτό μου να ζήσει την πλήρη σχιζοφρένεια του να κλαίω και να γελάω μαζί.

Καλά Χριστούγεννα λοιπόν. Και ας μην είναι κόκκινα και πράσινα και χρυσά όπως τότε. Καλά Χριστούγεννα και ας λείπεις. Και ας γελάς χωρίς να έχεις ιδέα τι χρώμα κάλτσες φοράω ή ποιο τραγούδι είναι κολλημένο σήμερα στο μυαλό μου. Καλά Χριστούγεννα και ας μη ζεις καν κάτω από τον ίδιο ουρανό με μένα. Καλά Χριστούγεννα.

Sunday 21 October 2012

Συμπεράσματα.

«Είσαι πανέμορφη και λυπημένη.» Και κάπως έτσι ξεκινούν όλες οι μεγάλες, πολύχρωμες ή ασπρόμαυρες, γεμάτες ζάχαρη ή κρασί, ιστορίες που θα θυμόμαστε κάποτε και θα γελάμε. Ίσως λίγο. Και μετά από ακόμα λίγο κρασί. Και ίσως να μη γελάμε ακριβώς. Απλά να χαμογελάμε. Κοιτώντας κάτω.

«Είσαι πανέμορφη και λυπημένη» και ποτέ ξανά δεν θα μπορέσεις να αγνοήσεις το ζευγάρι εκείνο των ματιών που κάποτε δεν γνώριζες και τώρα δεν μπορείς να ξεχάσεις. Εκείνο που θα μπορούσες να αναγνωρίσεις σε ένα δωμάτιο γεμάτο άλλους ανθρώπους με το ίδιο χρώμα ματιών μα όχι με την ίδια λάμψη.

«Είσαι πανέμορφη και λυπημένη» και το κρασί δεν θα έχει ποτέ την ίδια γεύση γιατί δεν θα το πίνεις ενώ ακούς τους δείκτες του ρολογιού να χορεύουν και να τραγουδάνε όσο εσύ χορεύεις και τραγουδάς μαζί του.

«Είσαι πανέμορφη και λυπημένη» και ποτέ δεν θα τραγουδήσεις μαζί του το τραγούδι εκείνο που έγραψες χαμογελώντας. Δεν θα διαβάσει ποτέ τους στίχους σου και ούτε θα ακούσει τις λέξεις να βγαίνουν από τα χείλη σου. Και δεν σε νοιάζει καν πλέον γιατί ίσως ποτέ να μην πίστεψες οτι θα γίνει στα αλήθεια.

«Είσαι πανέμορφη και λυπημένη» λέει.
«Όπως τα μάτια σου» χαμογελάω.

Tuesday 17 July 2012

Το βραχιόλι στο πόδι μου.


    Ξυπνάω στη μέση του τεράστιου κρεβατιού μου πιο ευτυχισμένη από ποτέ και ανυπομονώ να νιώσω τη γεύση της μαρμελάδας βερίκοκο που διάλεξα χθες το απόγευμα. Είναι καλοκαίρι και αφήνω τους γύρω μου να με κακομάθουν και τον ήλιο να με υπνωτίσει και το νερό της θάλασσας να με κάνει ακόμα πιο ευτυχισμένη.
    Το βραχιόλι που φοράω στο πόδι μου, δείγμα ενός προηγούμενου καλοκαιριού μου θυμίζει ένα προηγούμενο εαυτό μου, σχεδόν ξεχασμένο πλέον. Όταν το κοιτάζω νιώθω σα να κοιτάζω ένα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες. Κρατάω μόνο τις καλές αναμνήσεις αν και όσο και να προσπάθησα να σώσω οτιδήποτε από αυτές, ο χρόνος και η λογική που απέκτησα με έχουν κάνει απλά να μένω παγερά αδιάφορη σε ό,τι υπάρχει από την εποχή του βραχιολιού. Για το παρελθόν μου δε μετανιώνω ποτέ, το σέβομαι σχεδόν με με θρησκευτική ευλάβεια. Προχθές το βράδυ πριν κοιμηθώ έκανα το σταυρό μου χαμογελώντας διότι ένιωσα πιο δικαιωμένη από ποτέ. Βλέπετε ήρθε το σημείο στο οποίο σπάει ένα παλιό ποτήρι και επιτέλους μπορείς να το πετάξεις μακριά γιατί πλέον νιώθεις πόσο άχρηστο είναι και οτι σου πιάνει χώρο στο ντουλάπι της κουζίνας σου, στο οποίο κατά τα άλλα υπάρχουν πολλά σετ καινούργιων, κρυστάλλινων ποτηριών, όλων έτοιμων να σε κάνουν περήφανη στο πρώτο δείπνο που θα διοργανώσεις σπίτι σου.
    Κάθομαι και γράφω αυτές τις λέξεις, ένα καλοκαιρινό μεσημέρι στην Αθήνα ενώ προσπαθώ να χορτάσω τις εικόνες γύρω μου και τα όμορφα βράδια που περνάω και νιώθω τυχερή που σε λίγες μέρες θα επισκεφθώ το αγαπημένο μου μέρος σε ολοκληρο τον κόσμο. Η ηρεμία που χαρίζεται απότομα είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί κανείς να λάβει μετά από μία καταστροφή. Σκέφτηκα να κόψω το βραχιόλι που δεν έχω βγάλει από πάνω μου από εκείνο το μακρινό πια καλοκαίρι μα δε βρίσκω το λόγο. Ο καλύτερος τρόπος να αποκτήσεις ένα καλό μέλλον είναι να πάρεις το παρελθόν σου μαζί. Να το αντικρίζεις κάθε μέρα και να το δέχεσαι σαν ένα κομμάτι σου. Η αλήθεια είναι πως εκεί βρίσκεται ένα μεγάλο μάθημα ζωής. Με το να προσπαθούμε να μισήσουμε το παρελθόν-ένα κομμάτι μας, το μόνο που θα καταφέρουμε θα είναι να μισήσουμε τον εαυτό μας. Γι αυτό χαμογελάω και κρατώ το υπέροχο καλοκαιρινό μου βραχιόλι καθώς σκέφτομαι το καινούργιο βραχιόλι που φόρεσα πλέον από πάνω του. Μου θυμίζει κάτι καινούργιο, κάτι όμορφο, κάτι από το φετινό καλοκαίρι.
    «Αν κάποιος σε κοροιδέψει μία φορά σίγουρα θα πρέπει να είναι ντροπή του. Αν κάποιος σε κοροιδέψει και άλλη φορά, τότε θα πρέπει να είναι ντροπή σου.»
Κουλουριάζομαι στο τεράστιο κρεβάτι μου και αρχίζω το πρωινό μου πιο χαρούμενη από ότι έχω νιώσει εδώ και καιρό.

Thursday 31 May 2012

Οι μουσικοί στα τρένα


Υπάρχει κάτι μαγικό στους αγνώστους που βλέπεις στα τρένα. Αυτό το πίστευα ανέκαθεν αλλά ειδικά από τότε που άρχισα να ταξιδεύω μόνη μου έγινε κάτι που διαπίστωσα. Άνθρωποι που έρχονται από όλες τις μεριές του κόσμου. Άλλοι σολίστες, μοναχικές μα αφυπνισμένες παρουσίες που βλέπουν το στόχο τους ακόμα και όταν κοιτούν εσένα. Και μετά οι άλλοι. Τα ζευγάρια, οι παρέες και όλοι οι υπόλοιποι συνταξιδιώτες που αποφάσισαν να ενώσουν τις διάφορες μελωδίες τους. Αυτό που έχουν κοινό όλοι αυτοί οι επιβάτες είναι οτι είναι μουσικοί. Σολίστες και μη, αυτοδίδακτοι ή σπουδασμένοι, γνωστοί και άγνωστοι όλοι κάπου πηγαίνουν.

Άλλοι ξεκινούν χαρούμενα ταξίδια για να ανταμώσουν άλλους μουσικούς που πεθύμησαν. Άλλοι φεύγουν για κάποια καινούργια γη και ξεκινούν ένα ταξίδι προς το φως. Άλλοι πηγαίνουν να συναντήσουν φαντάσματα από το παρελθόν, από τα οποία όσο και να προσπάθησαν να ξεφύγουν, ξέρουν οτι θα βρίσκουν πάντα μπροστά τους. Οι μουσικοί που ζηλεύω είναι εκείνοι που πάνε απλώς σπίτι τους. Εκείνοι που επιστρέφουν και που θα βρουν κάποιο αγαπημένο πρόσωπό τους να περιμένει στην πλατφόρμα που θα κατέβουν.

Το έχω βρει παιχνίδι στα τελευταία μου ταξίδια να προσπαθώ να ξεχωρίζω τους επιβάτες. Βάζω στοίχημα με τον εαυτό μου ποιοι βρίσκονται σε αυτή την τελευταία κατηγορία και ύστερα πλάθω ιστορίες με το μυαλό μου για τις ζωές τους. Να, η μελαχρινή κοπέλα  μπροστά μου, της οποίας το εισιτήριο γράφει τον ίδιο προορισμό που γράφει και το δικό μου, σίγουρα γυρνάει σπίτι. Το ξέρω αυτό γιατί κάθε τόσο κοιτάζει ανυπόμονα το ρολόι στο χέρι της και μετά βάζει νευρικά κάποιες τούφες από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της. Μετράει τα λεπτά και φαίνεται. Μου θυμίζει εμένα λίγο πριν προσγειωθώ στο αεροδρόμιο στην Αθήνα. Δε με χωράει το κάθισμα και στριφογυρίζω συνέχεια κοιτώντας απορημένα γύρω μου γιατί κανείς άλλος δε νιώθει την ανάγκη να σηκωθεί και να φωνάξει χαρούμενα για το καλοκαίρι που ξεκινά.
Η κοπέλα κρατάει ένα περιοδικό στο χέρι της αλλά δεν του δίνει καμία σημασία, δεν το διαβάζει. Απλά κοιτάει έξω από το παράθυρο και το ρολόι της. Αμφιβάλλω αν έχει προσέξει οτι βρίσκονται άλλοι μουσικοί γύρω της.

Κάθε φορά που ακούγεται ανακοίνωση για το σταθμό που πλησιάζουμε σηκώνει το κεφάλι της. Καταλαβαίνω οτι απογοητεύεται όταν δεν ακούει αυτόν που θέλει. Τα χείλη της φαίνονται ξερά και ξέρω ακριβώς πως νιώθει. Είμαι σίγουρη οτι σε λίγο θα πιεί νερό. Ξανακοιτάει το ρολόι της και κάποιος καθώς περνάει από δίπλα της τη σκουντάει καταλάθως αλλά εκείνη δε γυρνάει καν το κεφάλι της για να τον κοιτάξει. Συνεχίζει να παίζει μόνη της την ανυπόμονη παρτιτούρα της. Κοιτάζει για δευτερόλεπτα έξω από το παράθυρο και μετά πάλι το ρολόι της. Ύστερα πίνει νερό και βρίσκω τον εαυτό μου να χαμογελά.

Σηκωνόμαστε την ίδια στιγμή όταν φτάνουμε στο σταθμό μας. Η μελαχρινή μουσικός και εγώ.
Εγώ δεν έχω φτάσει εκεί που ήθελα βέβαια και έχω ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μου, αλλά εκείνη φαίνεται να λάμπει. Έχουμε και οι δύο από μία βαλίτσα στο χέρι και κατεβαίνουμε από το τρένο. Περπατάμε παράλληλα η μία στην άλλη, με τη διαφορά οτι εγώ δεν έχω πεταλούδες στο στομάχι μου. Όταν περνάμε από το μηχάνημα των εισιτηρίων τη βλέπω να τρέχει προς το μέρος ενός μελαχρινού αγοριού και να τον αγκαλιάζει. Περνάω από δίπλα της και συνεχίζω το δρόμο μου χαμογελώντας. Νομίζω οτι η κοπέλα έφτασε σπίτι της.