Tuesday 25 June 2013

Χειραψίες.


 Άσπρο και μαύρο. Και χρώματα πολλά. Και λακκάκια από τα πολλά χαμόγελα. Σκιές, καθόλου χρώμα, θολά κενά τοπία ή και παρέλαση χρωμάτων. Όλα, όλα τυπωμένα στο χαρτί.
Τικ. 1ο λεπτό. Κοιμόμουν για ώρες ολόκληρες. Δεν ήθελα να φάω. Το καλοκαίρι έφτασε και εγώ δεν έχω χρόνο να το γιορτάσω. Ούτε διάθεση, ούτε λακκάκια από τα πολλά χαμόγελα. Πέρσι τέτοια μέρα έτρωγα παγωτό με φράουλες και ακουμπούσα τα πόδια μου στην άμμο, επιτρέποντάς της να με κάψει. Το καλοκαίρι πέρασε.

Τικ 1ος μήνας. Σε χαιρετάω βιαστικά στο δρόμο, σου θυμίζω το όνομά μου. "Κατερίνα, χάρηκα." Με κοιτάς από πάνω μέχρι κάτω, κάτι σου θυμίζω. Με κερνάς μια λεμονάδα. Το καλοκαίρι πέρασε αλλά έχει λίγη ζέστη ακόμα. Σε ρωτάω αν θες να φάμε ένα παγωτό. Με κοιτάς με απορία. Πολύ περίεργο να σε συναντήσω έτσι τυχαία ομολογώ στον εαυτό μου. Το καλοκαίρι τελείωσε. "Μαριάννα, χάρηκα." Μου δίνεις το χέρι σου. Με κοιτάς εξεταστικά, κάπου με έχεις ξαναδεί. Με ρωτάς αν μένω μακριά.
Πολύ μακριά, δεν πάει το μυαλό σου.

Σε ρωτάω ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα. Διστάζεις λίγο. Τι με νοιάζει; Θα ήταν πιο φυσιολογικό να σε ρωτήσω που δουλεύεις ή τι αυτοκίνητο οδηγείς. Ξαφνικά δεν μπορείς να σκεφτείς ούτε ένα χρώμα που σου αρέσει. Δεν μπορείς να σκεφτείς καν χρώμα για να μου πεις έτσι, στα γρήγορα, για να μη γίνεις ρεζίλι. Δεν γίνεσαι όμως. Όχι σε μένα. Σου ακουμπάω λίγο το χέρι και εσύ το ακολουθείς με το βλέμμα σου. "Δήμητρα, χάρηκα." Κουνάς συγκαταβατικά το κεφάλι σου.

Τικ. 1ος χρόνος. Σε κοιτάω ακόμα και τυλίγω το κασκόλ μου γύρω από τον τελείως άδειο πια λαιμό μου. Τα μαλλιά μου και οι ώμοι σου γεμάτοι από χιόνι. Χαμογελάς διστακτικά και δεν θες να με κοιτάξεις, όπως έκανα εγώ εκείνο το καλοκαίρι. Πόσο μου λείπει ο Ιούνιος. Πάω να απλώσω το χέρι μου για μια έστω μικρή χειραψία που θα λέει ότι κάποτε ήξερα να σε κάνω να χαμογελάς, μα δεν έχω πια αυτή την άνεση. Σου γνέφω ένα τυπικό “γεια” κρατώντας την απόσταση μεταξύ μας ίδια και απλά λέω χαμηλόφωνα, τόσο που το χιόνι καλύπτει τη φωνή μου ολότελα, “Σοφία, χάρηκα”.
Ενώ δεν με λένε Σοφία. Και ούτε χάρηκα.

Τικ. Ο χρόνος τελείωσε. Γιατί ίσως δεν υπήρχε τελικά ποτέ. “Θες μια λεμονάδα;” ρωτάς και εγώ γελάω και κάνω λακκάκια. Δεν θυμάσαι το όνομά μου και δεν πειράζει καθόλου. Θα μπορούμε να πίνουμε λεμονάδα και να τρώμε παγωτά, έτσι, χωρίς να μιλάμε ή να έχουμε αληθινά ονόματα μέχρι να λιώσει το χιόνι. Πού ξέρεις, μπορεί αυτή τη φορά να μην κάνουμε λάθη.