Tuesday 12 February 2013

Μικρές λέξεις.




Αν είναι κανείς μόνος του είναι πολύ δύσκολο να μισεί. Μίσος, τι λέξη! Μικρή αλλά πονάει. Με δύο έννοιες πονάει, νιώθει πόνο και τον προκαλεί κιόλας. Πολλές μικρές λέξεις το κάνουν αυτό. Το φιλί, το τέλος, το όχι. Φοβάμαι τα γράμματα λοιπόν, και αν το σκεφτείς είναι εξαιτίας σου.

Μου έμαθες έτσι να σκέφτομαι που τα γράμματα που κάποτε ήταν φίλοι, έχουν γίνει πια εφιάλτες. Ξυπνάω το βράδυ και βλέπω μορφές ανθρώπινες μα σκοτεινές που με παίρνουν από το χέρι σε κάτι μεγάλα κόκκινα και πορτοκαλί δάση. Και εκεί γίνεται. Όλες οι μικρές, επίπονες λέξεις μου κάνουν επίθεση. Τα φιλιά, τα τέλη και τα όχι γίνονται οι μεγαλύτεροί μου φόβοι. Και μετά φωνάζω το όνομά σου γιατί ξέρω οτι είσαι ο μόνος που μπορεί να τα σταματήσει, έτσι έκανες κάποτε. Και τότε εμφανίζεσαι, έτσι απλά για να μου θυμίσεις μία ακόμα φορά τι δεν έχει πια καμία αξία. Και το κάνεις με τέτοιο μαγικό τρόπο που εγώ θέλω να μου το υπενθυμίζεις συνέχεια. Θέλω να μου δείχνεις τι δεν έχει πια αξία ξανά και ξανά και ξανά.

Πόσες χιλιάδες φιλιά, πόσα εκατομμύρια τέλη, πόσους στρατούς από όχι μπορούν να χωρέσουν σε ένα βράδυ και πόσο καιρό θα πάρει για να μπορέσει κάποιος να προσποιηθεί οτι χαμογελάει ξανά; Έχω έρθει πια πάλι στο χειμώνα και ξέχασα για ακόμα μία φορά το κασκόλ μου. Ξεχνάω πολύ. Τα πάντα εκτός από ένα ζευγάρι μάτια. Εκεί μου ζήτησες να σε κοιτάω, δε λένε ψέματα ποτέ είχες πει. Και τώρα εγώ φυλακίστηκα στο λαβύρινθό τους, μέσα στο κόκκινο/πορτοκαλί δάσος και όσο και αν τρέχω μακριά τους καταλήγω να τα έχω πάντα μπροστά μου.

Ξέχασα το κασκόλ μου λοιπόν. Και τη συνείδησή μου. Και όλους τους αγαπημένους μου στίχους γιατί πια υπάρχουν μόνο νότες στο κατά τα άλλα άδειο κεφάλι μου. Ξεχνάω πολύ.

Φιλί, τέλος, όχι. Και κάνει κρύο. Δώσε μου πίσω τη συνείδησή μου. Ή έστω το κασκόλ μου. Φιλί, τέλος, όχι. Και τα ξέχασα όλα.