Thursday 31 May 2012

Οι μουσικοί στα τρένα


Υπάρχει κάτι μαγικό στους αγνώστους που βλέπεις στα τρένα. Αυτό το πίστευα ανέκαθεν αλλά ειδικά από τότε που άρχισα να ταξιδεύω μόνη μου έγινε κάτι που διαπίστωσα. Άνθρωποι που έρχονται από όλες τις μεριές του κόσμου. Άλλοι σολίστες, μοναχικές μα αφυπνισμένες παρουσίες που βλέπουν το στόχο τους ακόμα και όταν κοιτούν εσένα. Και μετά οι άλλοι. Τα ζευγάρια, οι παρέες και όλοι οι υπόλοιποι συνταξιδιώτες που αποφάσισαν να ενώσουν τις διάφορες μελωδίες τους. Αυτό που έχουν κοινό όλοι αυτοί οι επιβάτες είναι οτι είναι μουσικοί. Σολίστες και μη, αυτοδίδακτοι ή σπουδασμένοι, γνωστοί και άγνωστοι όλοι κάπου πηγαίνουν.

Άλλοι ξεκινούν χαρούμενα ταξίδια για να ανταμώσουν άλλους μουσικούς που πεθύμησαν. Άλλοι φεύγουν για κάποια καινούργια γη και ξεκινούν ένα ταξίδι προς το φως. Άλλοι πηγαίνουν να συναντήσουν φαντάσματα από το παρελθόν, από τα οποία όσο και να προσπάθησαν να ξεφύγουν, ξέρουν οτι θα βρίσκουν πάντα μπροστά τους. Οι μουσικοί που ζηλεύω είναι εκείνοι που πάνε απλώς σπίτι τους. Εκείνοι που επιστρέφουν και που θα βρουν κάποιο αγαπημένο πρόσωπό τους να περιμένει στην πλατφόρμα που θα κατέβουν.

Το έχω βρει παιχνίδι στα τελευταία μου ταξίδια να προσπαθώ να ξεχωρίζω τους επιβάτες. Βάζω στοίχημα με τον εαυτό μου ποιοι βρίσκονται σε αυτή την τελευταία κατηγορία και ύστερα πλάθω ιστορίες με το μυαλό μου για τις ζωές τους. Να, η μελαχρινή κοπέλα  μπροστά μου, της οποίας το εισιτήριο γράφει τον ίδιο προορισμό που γράφει και το δικό μου, σίγουρα γυρνάει σπίτι. Το ξέρω αυτό γιατί κάθε τόσο κοιτάζει ανυπόμονα το ρολόι στο χέρι της και μετά βάζει νευρικά κάποιες τούφες από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της. Μετράει τα λεπτά και φαίνεται. Μου θυμίζει εμένα λίγο πριν προσγειωθώ στο αεροδρόμιο στην Αθήνα. Δε με χωράει το κάθισμα και στριφογυρίζω συνέχεια κοιτώντας απορημένα γύρω μου γιατί κανείς άλλος δε νιώθει την ανάγκη να σηκωθεί και να φωνάξει χαρούμενα για το καλοκαίρι που ξεκινά.
Η κοπέλα κρατάει ένα περιοδικό στο χέρι της αλλά δεν του δίνει καμία σημασία, δεν το διαβάζει. Απλά κοιτάει έξω από το παράθυρο και το ρολόι της. Αμφιβάλλω αν έχει προσέξει οτι βρίσκονται άλλοι μουσικοί γύρω της.

Κάθε φορά που ακούγεται ανακοίνωση για το σταθμό που πλησιάζουμε σηκώνει το κεφάλι της. Καταλαβαίνω οτι απογοητεύεται όταν δεν ακούει αυτόν που θέλει. Τα χείλη της φαίνονται ξερά και ξέρω ακριβώς πως νιώθει. Είμαι σίγουρη οτι σε λίγο θα πιεί νερό. Ξανακοιτάει το ρολόι της και κάποιος καθώς περνάει από δίπλα της τη σκουντάει καταλάθως αλλά εκείνη δε γυρνάει καν το κεφάλι της για να τον κοιτάξει. Συνεχίζει να παίζει μόνη της την ανυπόμονη παρτιτούρα της. Κοιτάζει για δευτερόλεπτα έξω από το παράθυρο και μετά πάλι το ρολόι της. Ύστερα πίνει νερό και βρίσκω τον εαυτό μου να χαμογελά.

Σηκωνόμαστε την ίδια στιγμή όταν φτάνουμε στο σταθμό μας. Η μελαχρινή μουσικός και εγώ.
Εγώ δεν έχω φτάσει εκεί που ήθελα βέβαια και έχω ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μου, αλλά εκείνη φαίνεται να λάμπει. Έχουμε και οι δύο από μία βαλίτσα στο χέρι και κατεβαίνουμε από το τρένο. Περπατάμε παράλληλα η μία στην άλλη, με τη διαφορά οτι εγώ δεν έχω πεταλούδες στο στομάχι μου. Όταν περνάμε από το μηχάνημα των εισιτηρίων τη βλέπω να τρέχει προς το μέρος ενός μελαχρινού αγοριού και να τον αγκαλιάζει. Περνάω από δίπλα της και συνεχίζω το δρόμο μου χαμογελώντας. Νομίζω οτι η κοπέλα έφτασε σπίτι της.