Καθόμασταν ακριβώς στο σημείο που έσκαγε το κύμα. Τα πόδια μας πάγωναν για μια μικρή στιγμή και αμέσως μετά γελάγαμε δυνατά. Το γέλιο μας ήξερα ότι είναι αληθινό γιατί κλείναμε τα μάτια μας και δεν μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα. Κοιτιόμασταν και γελάγαμε. Εκείνη μου έπιανε το χέρι και γελώντας με τράβαγε μεσ’το νερό. Φοράγαμε καπέλα και άσπρα μπλουζάκια για να μη μας κάψει ο ήλιος. Εκείνη πάντα είχε μια υποψία κόκκινου επάνω της που με έκανε να την αγαπώ λίγο περισσότερο. Ίσως λίγο στο μαγιό, ίσως ένα κοκαλάκι στα μαλλιά, ή ίσως ήταν απλά τα ροδοκοκκινισμένα παιδικά μάγουλά της.
Το γέλιο της ήταν το τραγούδι των καλοκαιριών μου χρόνια ολόκληρα. Χρόνια που πρόδιδαν την αρμύρα της θάλασσας και είχαν γεύση ροδάκινο. Είχε φυσικά το πιο όμορφο όνομα στον κόσμο. Κάτι ταιριαστό στο καλοκαιρινό γέλιο της και στις καστανές, μακριές της μπούκλες που όταν έβγαινε από τη θάλασσα φαίνονταν να γεμίζουν μικρά μικρά αστράκια.
Τα βράδια, τρώγαμε παγωτό βανίλια και κουρασμένες από τη μέρα μας στη θάλασσα πέφταμε για ύπνο.
Ξύπνησα δέκα χρόνια μετά, στην άλλη άκρη του κόσμου, σε άλλο πλανήτη. Είμαι πιο μεγάλη, πιο ψηλή, λιγάκι πιο χαζούλα, σαφώς λιγότερο ξέγνοιαστη και με λιγότερη αρμύρα στα μαλλιά. Το κοριτσάκι με την υποψία κόκκινου όμως δεν έχει φύγει από το πλάι μου. Η λογική που πάντα μου έλειπε είναι αναπόσπαστο κομμάτι της που με συμπληρώνει. Η ανεξήγητη ευαισθησία μου για κάθε λογής ποιητικό στοιχείο του κόσμου είναι κάτι που εκείνη δεν θα καταλάβει ποτέ και την κάνει να γελάει όπως εκείνες τις μέρες στη θάλασσα.
Ίσως το μόνο κοινό που έχουμε είναι το επίθετό μας. Ίσως αν δεν είχαμε αυτό το κοινό να μη μιλάγαμε ποτέ η μία στην άλλη. Ίσως δεν θα ήμασταν ποτέ φίλες όπως σήμερα στον πλανήτη μακριά από τις μέρες στη θάλασσα και ίσως δεν θα αγαπούσα τις υποψίες κόκκινου επάνω της τόσο. Όμως τις αγαπώ. Και δεν θα άλλαζα την παρέα του κοριτσιού με τις καστανές μπούκλες και το τραγουδιστό γέλιο για τίποτα στον κόσμο- τον κρύο, γκρίζο κόσμο που μένω τώρα ή τον γαλάζιο, αρμυρό, καλοκαιρινό κόσμο που μεγαλώσαμε τότε μαζί.