Wednesday 22 April 2020

Η δύσκολη λύση



Έγινε κάτι μαγικό.

Σε μια συζήτηση που είχα πρόσφατα κάποιος με ρώτησε τι με έχει τρομάξει περισσότερο από όλα. Δε χρειάστηκε να σκεφτώ πολύ γιατί η απάντηση υπήρχε ήδη στην άκρη της γλώσσας μου εδώ και μέρες.
Πια δεν πιστεύω σε τίποτα.
Είναι σύμπτωμα της ασθένειας της ανθρωπότητας να προσευχόμαστε, να μιλάει το κεφάλι μας με κάτι που δεν βλέπουμε. Αλλά εδώ και καιρό νιώθω πιο έντονα από ποτέ ότι αφήνω μήνυμα σε κάποιο παλιό, παρατημένο τηλεφωνητή. Και πού εμφανίζεται η μαγεία θα μου πεις.

Η μαγεία εμφανίζεται μετά. Βλέπεις, όταν ακουμπάς το βυθό και δεν μπορείς πια να πας πιο κάτω, αναγκάζεσαι να κοιτάξεις γύρω σου. Όταν το οξυγόνο τελειώνει και αρχίζεις και το νιώθεις αυτό στην άκρη των δακτύλων σου και στα πόδια σου και στο στήθος σου, αναγκάζεσαι να ανοίξεις τα μάτια σου. Στην αρχή από απόγνωση. Επειδή ψάχνεις διέξοδο. Μετά όμως, απλά χαζεύεις το μπλε. Και τα αναπάντητα μηνύματα στον τηλεφωνητή των προσευχών σου δεν έχουν πια σημασία. Γιατί η ελπίδα και το άσπρο χρώμα δεν έρχονται ποτέ από το τηλέφωνο. Ακόμα και στις μέρες που κυριαρχεί το σκοτάδι, το μόνο φως έρχεται από την ίδια την ασθένεια- την ανθρώπινη ύπαρξη.

Το κεφάλι μου, που έκανε συζητήσεις με το αόρατο, γεμίζει ξαφνικά με τις πιο όμορφες νότες που έγραψε ποτέ ανθρώπινο χέρι- στο πιάνο και στο πεντάγραμμο. Γεμίζει με τις πιο όμορφες λέξεις που έγραψε η ανθρώπινη συνείδηση- σε χαρτί και στα κλασικά βιβλία. Γεμίζει με γεννητικό υλικό που τα πιο όμορφα κεφάλια ανέλυσαν κάτω από ένα μικροσκόπιο- σε ένα γκρι, κρύο εργαστήριο. Η μαγεία δεν μας χαρίστηκε ποτέ. Πάντα τη φτιάχναμε.

Ίσως αυτή η ικανότητά μου, να σκέφτομαι τις προσευχές σαν καταδύσεις χωρίς οξυγόνο, με κάνει μια δύσκολη λύση. Και ποιος θέλει τη δύσκολη λύση;
Ίσως αυτή η ικανότητά μου είναι και ο λόγος που πάντα οι νότες και τα βιβλία και οι πρωτεΐνες θα είναι πιο κοντά μου από ότι έχει υπάρξει οποιοσδήποτε άλλος. Και αν αυτό είναι το σκοτάδι, μπορώ να ζήσω με αυτό.

Monday 13 April 2020

Μέρος δεύτερο.



«Δεν ξέρω αν μου άρεσε ποτέ το χάος. Ίσως λίγο. Από απόσταση. Πίσω από γυαλί και με την ασφάλεια που σου δίνουν οι κουρτίνες που μπορείς να τραβήξεις και να βυθιστείς στο σκοτάδι, όταν ο ήλιος γίνεται πολύς και σε καίει. 

Και τι γίνεται όταν σε σπρώχνουν στο χάος και εσύ πέφτεις και πέφτεις και πέφτεις; Το γυαλί εξαφανίζεται, το χάος υπάρχει ξαφνικά παντού γύρω σου, γίνεσαι σχεδόν ένα με αυτό. 

Και δεν βλέπεις τον ήλιο, δεν βλέπεις πια τίποτα. 

Και αυτό σε κάνει να πιστεύεις σε πράγματα που είχες από μόνος σου απορρίψει. Ξαφνικά πιστεύεις στα φαντάσματα. Εκείνα που δεν βλέπεις και σε τρομάζουν περισσότερο γιατί υπάρχουν μόνο στο μυαλό σου. Πώς μπορείς να αγγίξεις και να σπρώξεις μακριά σου κάτι που υπάρχει μόνο στο μυαλό σου; 

Δεν θα καταλάβεις εύκολα τι λέω. Και αυτό είναι σχεδόν παρηγορητικό. Δεν ξέρεις ποια είναι τα φαντάσματα και τώρα φωνάζεις ζητώντας ονόματα, λες και αυτό θα σε κάνει μαγικά να τα δεις.

Τα φαντάσματα είναι οι λέξεις που δεν είπα, οι αγκαλιές που δεν σου έδωσα. Ότι δεν είδες ποτέ κάποιο χαμόγελο που σκάλισες εσύ στο πρόσωπό μου. Ότι δεν έκανα βήμα κρατώντας σου το χέρι. Ότι ίσως τα αστέρια που γελάνε σου τα χάρισε κάποια άλλη και όχι εγώ. Κάποια που ταιριάζει καλύτερα στο χάος


Κλείνω το βιβλίο μου γιατί θέλω να μπω ξανά στη θάλασσα. 

«Μακάρι να έγραφα και εγώ ψέματα έτσι» σκέφτομαι.

Ξεκινάω να περπατάω προς το νερό και κοιτάζω γύρω μου την απόλυτα άδεια παραλία.

Saturday 4 April 2020

Μέρος Πρώτο




Λέξεις. Και κοιτάγματα. Και οι γωνίες των ματιών που πονάνε επειδή χαμογελάω πολύ.
Η άμμος καίει τα πόδια μου αλλά δεν κουνιέμαι καθόλου. Ο ήλιος ακουμπάει το δέρμα μου και τα μαλλιά μου είναι αλμυρά. Υπάρχουν άπειρες σταγόνες από τη θάλασσα πάνω τους και από απόσταση νομίζω ότι θα λαμπυρίζουν.

Νιώθω χαρούμενη.
Και μοιάζω ξέγνοιαστη αλλά αν ακουμπήσεις το στήθος μου θα καταλάβεις ότι φοβάμαι πολύ. Κάθομαι πάνω στην άμμο και στηρίζω το κεφάλι μου πάνω στο γόνατο μου καθώς σε κοιτάω. Κρατάς ένα βιβλίο αλλά μπορώ να καταλάβω ότι κοιτάς τη θάλασσα. Το πρόσωπό σου κρύβεται από το καπέλο που φοράς αλλά προσπαθώ να σε διαβάσω. Όπως διάβαζες εσύ το βιβλίο σου ένα λεπτό πριν.

Ξαπλώνω στην άμμο τώρα και προσπαθώ να μαζέψω ότι μπορώ από την εικόνα γύρω μου. Θα χρειαστώ τα πάντα. Κάθε λεπτομέρεια που φτιάχνει αυτή την εικόνα μου είναι απαραίτητη. Θα θέλω να τη θυμάμαι αυτή τη στιγμή. Αν μπορούσα να κρατήσω μόνο μία δηλαδή, σκέφτομαι, θα ήταν αυτή εδώ.

Εγώ και εσύ. Ποτέ δεν θέλαμε αυτό που βλέπαμε σε όλους τους άλλους. Και πόσο πιο εύκολο θα ήταν- η σκέψη αυτή με κάνει να χαμογελάω. Δεν έχει σημασία όμως. Φυσάει ελάχιστα και ο ήλιος έχει αρχίσει να πέφτει. Είμαι μουδιασμένη.

Η μύτη μου με γαργαλάει και τα μάτια μου γίνονται βαριά. Εσύ φταις. Και μου φαίνεται τόσο αστείο αυτό ξαφνικά. Σα να διάβασες τη σκέψη μου εσύ τώρα. Με κοιτάς και γελάς. Και αφήνεις το βιβλίο και έρχεσαι κοντά μου.