Friday 13 December 2013

December 2013; the end of another year.

There he was, lying on my bed; an act of rebellion. Long asleep, positively dreaming of a life, of which I was not part. There he was, moving his hand every now and then, twisting and turning, unable to give in.

There I was, wishing I had made other choices. Wishing I had been patient for once. There I was, breathing deep the fragrance of regret. Wishing I was good enough.

The only light in the room was that of the candles. I was cold. And scared. And happy.

And people keep asking, they will never understand.

“he’s not worth it”

-Exactly. And that's what I love about him.
And who is worth it, anyway? The person who can actually stand up to their demons?
Being with someone means trying to mend what's broken; what's the point of being with someone who's already healed? For this is exactly why even if I could be with anyone in the whole entire world, I’d still choose to hold his hand. 
And that way, maybe one day he’d learn how to live with himself. Maybe he’d learn how to raise his voice and how to suck all the venom out.

Here’s to another year of standing up for that one person who’s not really worth it.

Wednesday 16 October 2013

Γείτονες.



Δεν ξέρω τι είναι αυτό που κάνει τα παράθυρα τόσο μαγικά πάντα. Βρίσκω τον εαυτό μου να χαζεύει ώρες ατέλειωτες σε εκείνες τις πόρτες, που δεν είναι πόρτες, γιατί ίσως νομίζω σε κάποιο βαθμό οτι κοιτώντας μέσα τους ίσως καταλάβω λίγο καλύτερα τον κόσμο, έτσι αν τον κοιτάω από ψηλά.

Μου έρχεται μερικές φορές η τρελή ιδέα να πάω, να χτυπήσω το κουδούνι του απέναντι σπιτιού, ή εκείνου παραπέρα ακόμα, και να ζητήσω ζάχαρη. Όχι οτι δεν έχω. Απλά θέλω πολύ έντονα να δω αν το σαλόνι για παράδειγμα των σπιτιών απέναντι ή εκείνων παραδίπλα είναι το ίδιο κρύο με τα τούβλα στους τοίχους τους απέξω.  Και κάπως έτσι ίσως σου μιλήσω κιόλας.

Θα χτυπήσω το κουδούνι που δε λέει το όνομά σου αλλά την πόρτα θα την ανοίξεις εσύ. Όταν με δεις, θα σαστίσεις λίγο, θα προσπαθείς να καταλάβεις που με έχεις ξαναδεί. Θα θελήσω να σε βοηθήσω, όπως πάντα. Θα θελήσω να σου θυμίσω εκείνα τα πρωινά της άνοιξης που κράτησε λίγο και ξυπνάγαμε μαζί, αλλά δεν θα μιλήσω καθόλου. Θα περιμένω. Εσύ μετά από λίγο, θα παραιτηθείς. Ίσως δεν με ξέρεις τελικά. Ίσως απλά σου θύμισα κάποια άλλη. Και ίσως και να έχεις δίκιο. Ίσως κάθε πρωί την άνοιξη ξυπνούσα μόνη μου. Ή ίσως η άνοιξη να μην ήρθε ποτέ και μετά το Φεβρουάριο να φτάσαμε κατευθείαν σε ένα μεγάλο, πολύχρωμο και ασπρόμαυρο καλοκαίρι.

«Συγνώμη» θα πω ενώ δεν έχω κάνει ούτε ένα λάθος. «Συγνώμη. Μήπως έχετε λίγη ζάχαρη; Φτιάχνω γλυκό και μου τελείωσε» έχεις σταματήσει να ακούς από ώρα, σε κούρασα. Έχεις ήδη πάει στην κουζίνα να φέρεις το βάζο με τη ζάχαρη, χωρίς να σε νοιάζει αν φτιάχνω κέικ ή μπισκότα.

«Ευχαριστώ πολύ» θα πω και δεν θα κάνω βήμα. Τελευταία προσπάθεια. Ίσως θυμηθείς. Ίσως αυτή τη φορά αφήσεις για λίγο την άμυνα στο ντουλάπι της κουζίνας, στη θέση της ζάχαρης που μόλις μου έδωσες. Και το σαλόνι είναι κρύο, είχα δίκιο τελικά. Τα τούβλα που έχει το σπίτι σου απέξω υπάρχουν και μέσα, ίδια και απαράλλακτα. Στέκονται αντί για καναπέδες στη μέση του δωματίου και υπάρχει μια άσπρη, μεγάλη πόρτα, με δύο χερούλια στη θέση του τραπεζιού. Λείπει το κουδούνι, εκείνο που δε γράφει το όνομα σου και ξαφνικά αναρωτιέμαι αν έχεις αφήσει κάποιο μαγικό παράθυρο ανοιχτό γιατί το κρύο γίνεται όλο και περισσότερο.

Με κατηγορούν συχνά οτι δεν είμαι αισιόδοξη και ποτέ δεν αρνήθηκα την αλήθεια που υπάρχει πίσω από αυτές, τις κακοπροαίρετες κατά τα άλλα, κατηγορίες. Τελευταία όμως κάτι είναι διαφορετικό.
Πια δεν θέλω καν να προσπαθήσω να το αλλάξω αυτό. Έχω πιστέψει πλήρως στην απαισιοδοξία μου και την έχω αγκαλιάσει κιόλας. Δεν φταίει οτι μου τελείωσε η ζάχαρη, ούτε οτι άλλαξα σπίτι και άφησα στο παλιό μου ένα κομμάτι του εαυτού μου, μαζί και ένα τετράδιο γεμάτο σκέψεις μου. Δεν έγινε τίποτα. Όσο πιο πολύ κοιτάζω όμως τον κόσμο από ψηλά, από το μαγικό παράθυρό μου, όσο πιο πολύ καταφέρνω να γνωρίσω αυτή την πόλη και όσο περισσότερο μου λείπει κάθε μέρα η Αθήνα, βλέπω ένα πράγμα. Ανθρώπους παντού και πάντα ερωτευμένους με το ίδιο πράγμα, τον καθρέφτη τους. Πνίγονται πλήθη ανθρώπων κάτω από το παράθυρό μου, μέσα σε ένα «εγώ» που ξαφνικά γράφτηκε με κεφαλαία και τους κατάπιε ολόκληρους. Και κάπου απομακρύνθηκα, κάπου εκείνοι παραμέρισαν λίγο. Μου έδωσαν τόσο χώρο που πια το δωμάτιο με το μαγικό παράθυρο δεν με χωράει καν. Και αν έχω άδικο; Και αν οι άνθρωποι σταματούσαν να κοιτάνε την αντανάκλασή τους στον καθρέφτη που κρατάνε αν άφηνα λίγο ήλιο να μπει μέσα από το μαγικό παράθυρο μου; Κάποιες φορές, σαν εκείνη που πήγα να του ζητήσω ζάχαρη, ένα κύμα ελπίδας με χτυπάει στο πρόσωπο και με ξυπνάει τελείως.  Και μέσα στον αφρό αυτό της ελπίδας τον ακούω να μου μιλάει.

«Μην ξεχάσεις να μας επιστρέψεις το βάζο» λέει και κλείνει την πόρτα στο λουσμένο με ελπίδα πρόσωπό μου.

Friday 23 August 2013

From the Mouth of Madness.



Against the stark white layer of snowfall
I see bright orange bits of flesh.
Shrapnel of an insane man.
Words fall freely from the mouth of madness.
 White
And orange
And black.
Words on paper
Wet and wrinkled
 Bleeding.
Bleeding. All over my head
And my arms
And the back of my neck.
I know right now there is a regret to be held here.
I breathe deep the fragrance of regret.
Bright orange
Frosty white
Snow-covered doom
Encircling me now.
T. DB.

Tuesday 25 June 2013

Χειραψίες.


 Άσπρο και μαύρο. Και χρώματα πολλά. Και λακκάκια από τα πολλά χαμόγελα. Σκιές, καθόλου χρώμα, θολά κενά τοπία ή και παρέλαση χρωμάτων. Όλα, όλα τυπωμένα στο χαρτί.
Τικ. 1ο λεπτό. Κοιμόμουν για ώρες ολόκληρες. Δεν ήθελα να φάω. Το καλοκαίρι έφτασε και εγώ δεν έχω χρόνο να το γιορτάσω. Ούτε διάθεση, ούτε λακκάκια από τα πολλά χαμόγελα. Πέρσι τέτοια μέρα έτρωγα παγωτό με φράουλες και ακουμπούσα τα πόδια μου στην άμμο, επιτρέποντάς της να με κάψει. Το καλοκαίρι πέρασε.

Τικ 1ος μήνας. Σε χαιρετάω βιαστικά στο δρόμο, σου θυμίζω το όνομά μου. "Κατερίνα, χάρηκα." Με κοιτάς από πάνω μέχρι κάτω, κάτι σου θυμίζω. Με κερνάς μια λεμονάδα. Το καλοκαίρι πέρασε αλλά έχει λίγη ζέστη ακόμα. Σε ρωτάω αν θες να φάμε ένα παγωτό. Με κοιτάς με απορία. Πολύ περίεργο να σε συναντήσω έτσι τυχαία ομολογώ στον εαυτό μου. Το καλοκαίρι τελείωσε. "Μαριάννα, χάρηκα." Μου δίνεις το χέρι σου. Με κοιτάς εξεταστικά, κάπου με έχεις ξαναδεί. Με ρωτάς αν μένω μακριά.
Πολύ μακριά, δεν πάει το μυαλό σου.

Σε ρωτάω ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα. Διστάζεις λίγο. Τι με νοιάζει; Θα ήταν πιο φυσιολογικό να σε ρωτήσω που δουλεύεις ή τι αυτοκίνητο οδηγείς. Ξαφνικά δεν μπορείς να σκεφτείς ούτε ένα χρώμα που σου αρέσει. Δεν μπορείς να σκεφτείς καν χρώμα για να μου πεις έτσι, στα γρήγορα, για να μη γίνεις ρεζίλι. Δεν γίνεσαι όμως. Όχι σε μένα. Σου ακουμπάω λίγο το χέρι και εσύ το ακολουθείς με το βλέμμα σου. "Δήμητρα, χάρηκα." Κουνάς συγκαταβατικά το κεφάλι σου.

Τικ. 1ος χρόνος. Σε κοιτάω ακόμα και τυλίγω το κασκόλ μου γύρω από τον τελείως άδειο πια λαιμό μου. Τα μαλλιά μου και οι ώμοι σου γεμάτοι από χιόνι. Χαμογελάς διστακτικά και δεν θες να με κοιτάξεις, όπως έκανα εγώ εκείνο το καλοκαίρι. Πόσο μου λείπει ο Ιούνιος. Πάω να απλώσω το χέρι μου για μια έστω μικρή χειραψία που θα λέει ότι κάποτε ήξερα να σε κάνω να χαμογελάς, μα δεν έχω πια αυτή την άνεση. Σου γνέφω ένα τυπικό “γεια” κρατώντας την απόσταση μεταξύ μας ίδια και απλά λέω χαμηλόφωνα, τόσο που το χιόνι καλύπτει τη φωνή μου ολότελα, “Σοφία, χάρηκα”.
Ενώ δεν με λένε Σοφία. Και ούτε χάρηκα.

Τικ. Ο χρόνος τελείωσε. Γιατί ίσως δεν υπήρχε τελικά ποτέ. “Θες μια λεμονάδα;” ρωτάς και εγώ γελάω και κάνω λακκάκια. Δεν θυμάσαι το όνομά μου και δεν πειράζει καθόλου. Θα μπορούμε να πίνουμε λεμονάδα και να τρώμε παγωτά, έτσι, χωρίς να μιλάμε ή να έχουμε αληθινά ονόματα μέχρι να λιώσει το χιόνι. Πού ξέρεις, μπορεί αυτή τη φορά να μην κάνουμε λάθη.

Wednesday 15 May 2013

Σκέψεις για τη Ρενέ



Καθόμασταν ακριβώς στο σημείο που έσκαγε το κύμα. Τα πόδια μας πάγωναν για μια μικρή στιγμή και αμέσως μετά γελάγαμε δυνατά. Το γέλιο μας ήξερα ότι είναι αληθινό γιατί κλείναμε τα μάτια μας και δεν μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα. Κοιτιόμασταν και γελάγαμε. Εκείνη μου έπιανε το χέρι και γελώντας με τράβαγε μεσ’το νερό. Φοράγαμε καπέλα και άσπρα μπλουζάκια για να μη μας κάψει ο ήλιος. Εκείνη πάντα είχε μια υποψία κόκκινου επάνω της που με έκανε να την αγαπώ λίγο περισσότερο. Ίσως λίγο στο μαγιό, ίσως ένα κοκαλάκι στα μαλλιά, ή ίσως ήταν απλά τα ροδοκοκκινισμένα παιδικά μάγουλά της.

Το γέλιο της ήταν το τραγούδι των καλοκαιριών μου χρόνια ολόκληρα. Χρόνια που πρόδιδαν την αρμύρα της θάλασσας και είχαν γεύση ροδάκινο. Είχε φυσικά το πιο όμορφο όνομα στον κόσμο. Κάτι ταιριαστό στο καλοκαιρινό γέλιο της και στις καστανές, μακριές της μπούκλες που όταν έβγαινε από τη θάλασσα φαίνονταν να γεμίζουν μικρά μικρά αστράκια.

Τα βράδια, τρώγαμε παγωτό βανίλια και κουρασμένες από τη μέρα μας στη θάλασσα πέφταμε για ύπνο.

Ξύπνησα δέκα χρόνια μετά, στην άλλη άκρη του κόσμου, σε άλλο πλανήτη. Είμαι πιο μεγάλη, πιο ψηλή, λιγάκι πιο χαζούλα, σαφώς λιγότερο ξέγνοιαστη και με λιγότερη αρμύρα στα μαλλιά. Το κοριτσάκι με την υποψία κόκκινου όμως δεν έχει φύγει από το πλάι μου. Η λογική που πάντα μου έλειπε είναι αναπόσπαστο κομμάτι της που με συμπληρώνει. Η ανεξήγητη ευαισθησία μου για κάθε λογής ποιητικό στοιχείο του κόσμου είναι κάτι που εκείνη δεν θα καταλάβει ποτέ και την κάνει να γελάει όπως εκείνες τις μέρες στη θάλασσα.

Ίσως το μόνο κοινό που έχουμε είναι το επίθετό μας. Ίσως αν δεν είχαμε αυτό το κοινό να μη μιλάγαμε ποτέ η μία στην άλλη. Ίσως δεν θα ήμασταν ποτέ φίλες όπως σήμερα στον πλανήτη μακριά από τις μέρες στη θάλασσα και ίσως δεν θα αγαπούσα τις υποψίες κόκκινου επάνω της τόσο. Όμως τις αγαπώ. Και δεν θα άλλαζα την παρέα του κοριτσιού με τις καστανές μπούκλες και το τραγουδιστό γέλιο για τίποτα στον κόσμο- τον κρύο, γκρίζο κόσμο που μένω τώρα ή τον γαλάζιο, αρμυρό, καλοκαιρινό κόσμο που μεγαλώσαμε τότε μαζί.

Wednesday 1 May 2013

Τελευταίος μήνας άνοιξης

Έφτασε ο τελευταίος μήνας της άνοιξης και φτάνω σε ένα συμπέρασμα διαβάζοντας μαθηματικά. Αναλωνόμαστε. Σε καταστάσεις που είναι εκ των πραγμάτων αδιέξοδοι, σε ανθρώπους που δεν μας δίνουν τη σημασία που μέσα μας καλά γνωρίζουμε οτι αξίζουμε και σε εικόνες που υπάρχουν στο μυαλό μας αλλά αρνούμαστε να βγάλουμε το πινέλο μας, απ’το συρτάρι που το κρύψαμε πέρσι το καλοκαίρι, και να αποτυπώσουμε στο χαρτί.

Πού κολλάνε τα μαθηματικά με την ποίηση σε ακούω να λες και έχω να σου πω οτι εσύ που το σκέφτηκες είσαι και ο πιο επικίνδυνος. Ξέχασαν στο σχολείο να σου μάθουν οτι τα μαθηματικά και η ποίηση ενώνονται από έναν έρωτα δυνατό και συνεχή και έτσι η ζωή σου είναι γεμάτη από κενά και τρύπες.  Μαθηματικά και ποίηση- Το ένα είναι η αρχή του άλλου. Συμπληρώνονται. Και αυτοί είναι και οι πιο δυνατοί έρωτες να ξέρεις. Ό,τι λείπει από τον έναν, υπάρχει στον άλλον και το αποτέλεσμα είναι μια πανέμορφη ισορροπία. Λέξεις και ομοιοκαταληξίες με πρόσημα και αριθμούς. Η απόλυτη αρμονία, πιο όμορφη και ευάκουστη και από τη μελωδία ενός καλοκουρδισμένου πιάνου.

Αναλωνόμαστε λοιπόν στην επιφάνεια και στο κενό όσο γύρω μας υπάρχουν άνθρωποι τόσο γεμάτοι και ελπιδοφόροι όσο ο θείος της φίλης μου της Δανάης. Έμαθα για εκείνον πριν από μερικές μέρες και έγινε αφορμή αυτός ο άνθρωπος να νιώσω ντροπή για το χρόνο και την ενέργεια που σπατάλησα σε θέματα χωρίς καμία αξία. Στο απόλυτο κενό και το αδιέξοδο. Στο σκοτάδι, όταν απο πάνω μας υπάρχουν τόσα φωτεινά αστέρια που γελάνε και μας νανουρίζουν.

Ο Λέανδρος Αρβανιτάκης ήταν ένας άνθρωπος με όνειρα, ζωή και αδυναμίες όπως εγώ και εσύ. Είχε δημιουργήσει μια καθημερινότητα στην οποία ζούσε όπως εκείνος είχε επιλέξει, χρωματίζοντας τις μέρες του με τα χρώματα που αυτός προτιμούσε. Στα 32 του χρόνια, ένα ατύχημα του έκλεψε τη δυνατότητα να ζωγραφίζει. Του στέρησε μία από τις μεγαλύτερες αγάπες του. Ο άνθρωπος αυτός έχασε τα χέρια του, αλλά όχι το ταλέντο του ούτε και τη θέλησή του να δημιουργεί. Ξεπέρασε κάθε δυσκολία που συνάντησε μπροστά του και μέχρι σήμερα καταφέρνει να εκφράζεται μέσα από τους πίνακες και και τις δημιουργίες του χρησιμοποιώντας το στόμα του, αποδεικνύοντας έτσι σε σένα, σε μένα και σε όλους οτι τίποτα δεν είναι αδύνατο αν πραγματικά το θέλεις.

Κάπως έτσι έγινε ο τελευταίος μήνας της άνοιξης ένα σκαλοπάτι που οδηγεί στον πρώτο μήνα του καλοκαιριού, αντί για το τέλος της πιο όμορφης εποχής του χρόνου.

Πίνακες του Λέανδρου Αρβανιτάκη:








Tuesday 12 February 2013

Μικρές λέξεις.




Αν είναι κανείς μόνος του είναι πολύ δύσκολο να μισεί. Μίσος, τι λέξη! Μικρή αλλά πονάει. Με δύο έννοιες πονάει, νιώθει πόνο και τον προκαλεί κιόλας. Πολλές μικρές λέξεις το κάνουν αυτό. Το φιλί, το τέλος, το όχι. Φοβάμαι τα γράμματα λοιπόν, και αν το σκεφτείς είναι εξαιτίας σου.

Μου έμαθες έτσι να σκέφτομαι που τα γράμματα που κάποτε ήταν φίλοι, έχουν γίνει πια εφιάλτες. Ξυπνάω το βράδυ και βλέπω μορφές ανθρώπινες μα σκοτεινές που με παίρνουν από το χέρι σε κάτι μεγάλα κόκκινα και πορτοκαλί δάση. Και εκεί γίνεται. Όλες οι μικρές, επίπονες λέξεις μου κάνουν επίθεση. Τα φιλιά, τα τέλη και τα όχι γίνονται οι μεγαλύτεροί μου φόβοι. Και μετά φωνάζω το όνομά σου γιατί ξέρω οτι είσαι ο μόνος που μπορεί να τα σταματήσει, έτσι έκανες κάποτε. Και τότε εμφανίζεσαι, έτσι απλά για να μου θυμίσεις μία ακόμα φορά τι δεν έχει πια καμία αξία. Και το κάνεις με τέτοιο μαγικό τρόπο που εγώ θέλω να μου το υπενθυμίζεις συνέχεια. Θέλω να μου δείχνεις τι δεν έχει πια αξία ξανά και ξανά και ξανά.

Πόσες χιλιάδες φιλιά, πόσα εκατομμύρια τέλη, πόσους στρατούς από όχι μπορούν να χωρέσουν σε ένα βράδυ και πόσο καιρό θα πάρει για να μπορέσει κάποιος να προσποιηθεί οτι χαμογελάει ξανά; Έχω έρθει πια πάλι στο χειμώνα και ξέχασα για ακόμα μία φορά το κασκόλ μου. Ξεχνάω πολύ. Τα πάντα εκτός από ένα ζευγάρι μάτια. Εκεί μου ζήτησες να σε κοιτάω, δε λένε ψέματα ποτέ είχες πει. Και τώρα εγώ φυλακίστηκα στο λαβύρινθό τους, μέσα στο κόκκινο/πορτοκαλί δάσος και όσο και αν τρέχω μακριά τους καταλήγω να τα έχω πάντα μπροστά μου.

Ξέχασα το κασκόλ μου λοιπόν. Και τη συνείδησή μου. Και όλους τους αγαπημένους μου στίχους γιατί πια υπάρχουν μόνο νότες στο κατά τα άλλα άδειο κεφάλι μου. Ξεχνάω πολύ.

Φιλί, τέλος, όχι. Και κάνει κρύο. Δώσε μου πίσω τη συνείδησή μου. Ή έστω το κασκόλ μου. Φιλί, τέλος, όχι. Και τα ξέχασα όλα.

Thursday 24 January 2013

Επιφάνεια και βάθος.

Ζάλη. Ενικός αριθμός. Γένος θηλυκού. Θηλυκού γιατί τρέχει μέσα στο αίμα σου ξαφνικά και απότομα πριν προλάβεις να το καταλάβεις. Μπαίνει μέσα σου επιτηδευμένα και χωρίς καλό σκοπό. Αριθμού ενικού γιατί αν και τα βλέπεις όλα διπλά, είναι πιο μονά από ποτέ. Η ζάλη. Αν η ζάλη ήταν γυναίκα, θα ήταν μελαχρινή, ψηλή και όμορφη. Θα έκλεινε το μάτι σε αγνώστους στο τρένο και θα χόρευε με ξένους τα βράδια και με τα μάτια κλειστά. Η ζάλη θα φόραγε ένα κοντό, μαύρο φόρεμα. Κάτι που με την πρώτη ματιά θα φάνταζε συνηθισμένο, αλλά αν το προσέξεις λίγο καλύτερα, βλέπεις οτι λάμπει λίγο παραπάνω.
Και κάπως έτσι θυμάσαι, τρώγοντας ένα γερό χαστούκι στο πρόσωπο, οτι ο,τι λάμπει δεν είναι χρυσός.

Χρυσός. Χρυσός είναι όλοι αυτοί που μας χαμογελάνε όταν εμείς είμαστε πολύ απασχολημένοι κοιτώντας άλλους που όχι μόνο δεν μας χαμογελούν αλλά με τη σειρά τους κοιτάζουν κάπου αλλού. Πιο μακριά. Κάπου με λιγότερο βάθος, γιατί το βάθος τους φοβίζει. Χρυσός είναι ακόμα αυτοί που έχουν όραση καλή και μας βλέπουν ακόμα και όταν είμαστε αόρατοι. Ακόμα και όταν κοιτάμε κάτω και όταν τα μάτια μας είναι πρησμένα από το διάβασμα ή το κλάμα. Χρυσός είναι εκείνοι που ακόμα και αν δεν έχουν, δίνουν. Επειδή ξέρουν οτι η ευτυχία είναι το μόνο πράγμα που μπορείς να δώσεις χωρίς να έχεις.

Ευτυχία. Γένος θηλυκού. Και αριθμού πιο πληθυντικού δεν γίνεται. Γιατί σπάνια είναι καποιος Χρυσός ευτυχισμένος αν δεν έχει παρέα του αυτόν που κοιτάει κάτι λιγότερο βαθύ. ‘Η μια ζάλη με μαύρο φόρεμα στη χειρότερη περίπτωση. Όταν ο Χρυσός και η ζάλη χορεύουν, ο χρυσός καταφέρνει να θάβει λίγο πιο βαθιά στο δέρμα του όσα δεν μπορεί να ξεχάσει τελείως. Και κάπως έτσι περνούν τα βράδια. Εκείνα τα βράδια της άνοιξης που όσο και να προσπάθησε να αφήσει πίσω, δεν τα κατάφερε ποτέ. Γιατί ξέρει οτι έφυγαν άδικα και για κάτι λιγότερο βαθύ, μα πάντα με πιο πολύ επιφάνεια. Ο Χρυσός κλαίει για αυτά τα βράδια της άνοιξης που έφυγαν χωρίς να έρθει το καλοκαίρι. Κλαίει γιατί το χειμώνα τα αστέρια κρύβονται καλά και επειδή ποτέ τα χρωματιστά λαμπάκια στο ταβάνι δεν θα γίνουν αστέρια στον ουρανό. Και ας υπάρχει περισσότερη επιφάνεια.

Η επιφάνεια φθείρεται. Και τότε μένει μόνο κάποιος που κοιτάζει σε λάθος κατεύθυνση- και ο Χρυσός. Ένας χρυσός με κακή μνήμη, μάτια πρησμένα και πολύ πολύ βάθος.