Wednesday 26 March 2014

Διάλογος

Βρέθηκα να χαζεύω τη φωτισμένη Αθήνα, από εκείνο το μέρος που τον είχα δει τόσες φορές στο παρελθόν. Βρέθηκα να παρατηρώ τους φίλους του, τους ανθρώπους που πια δεν ήμουν σίγουρη αν και εκείνος καλά καλά συμπαθούσε ή ήταν όλοι μέρος του μεγάλου σχεδίου του. Ανθρωπάκια φαίνονταν όλοι από ψηλά και ξαφνικά δεν ήμουν σίγουρη αν θα φαίνονταν έστω και λίγο μεγαλύτεροι ακόμα και αν τους κοίταζα από πιο κοντά. Ανθρωπάκια. Που το χαμόγελό τους δεν άγγιζε τα μάτια τους και οι ρυτίδες γύρω από τα χείλη τους δεν ήταν έκφρασης. Παρ’ όλα αυτά ήξερα ότι ίσως δεν ήμουν πιο ευτυχισμένη από αυτούς. Στηρίχτηκα από το κάγκελο της ταράτσας και σχεδόν ξεχάστηκα για μια στιγμή. Λεπτό δεν μου πέρασε από το μυαλό η πιθανότητα ότι δεν θα έρθει γι’ αυτό και δεν ξαφνιάστηκα όταν άκουσα τη φωνή του.

«Δεν άλλαξες καθόλου»

Στον ήχο της φωνής του χαμογέλασα. Είχα να τον δω πιο πολύ από ένα χρόνο. Δεν γύρισα να τον κοιτάξω όμως. Ήρθε και στάθηκε δίπλα μου. Έπιασε το κάγκελο μπροστά του με τον ίδιο τρόπο και κοίταξε και αυτός κάτω.

«Τι κοιτάς;» ρώτησε. «Τη ζωή σου» του είπα και επιτέλους τον κοίταξα. «Και εγώ αυτή κοιτάω» είπε και γύρισε το βλέμμα του πάνω μου. «Ούτε εσύ άλλαξες» του είπα γελώντας. «Πόσο θα μείνεις αυτή τη φορά;» ρώτησε αγνοώντας τελείως την παρατήρησή μου. «Μέχρι αύριο» του είπα νιώθοντας μετά από πολύ καιρό ένοχη.

Τα γέλια και οι φωνές των μικρών ανθρώπων από το δρόμο ακούγονταν καθαρά. Ζαλισμένοι οι περισσότεροι από το ποτό, γελούσαν. Περνούσαν καλά. Ένιωθα ζήλια γι' αυτή τη γλυκιά άγνοια, την απόσταση από οτιδήποτε είχε ουσία. Φυσικά πρόσεξε ότι ήμουν πάλι χαμένη στις σκέψεις μου και γι' αυτό συνέχισε με τις ερωτήσεις του, που πάντα έβρισκα υπερβολικά εύστοχες και ενοχλητικές. «Τι σκέφτεσαι;» Πήρα το χρόνο μου για να απαντήσω. Ήξερα ότι δεν θα τον πείραζε, ότι ίσως το περίμενε κιόλας.
«Αν είσαι πραγματικά φτιαγμένος για όλο αυτό» παραδέχτηκα. «Δεν είμαι» είπε γρήγορα. «Αλλά νόμιζα ότι θα είχες καταλάβει μέχρι τώρα ότι στη ζωή δεν κάνουμε πάντα αυτό που θέλουμε. Υπάρχει και το πρέπει. Αυτό δεν κάνεις και εσύ τόσα χρόνια;» προκάλεσε.
«Έμαθα να θέλω ό,τι κάνω. Και ό,τι έχω.» είπα ψέματα χωρίς να τον κοιτάω και αυτός γέλασε. «Εγώ τουλάχιστον δεν προσπαθώ να κοροϊδέψω τον εαυτό μου» απάντησε.
«Ωραία. Εγώ δεν έχω επιλογές. Εσύ έχεις. Φύγε από όλο αυτό, μπορείς να αλλάξεις τα πάντα» είπα σχεδόν παρακαλώντας.
«Τι ώρα πετάς αύριο;»

Οι φίλοι του ανίδεοι, χόρευαν, γέλαγαν, χάριζαν τη ζωή τους όλη σε ένα βράδυ με μουσική και κρασί. Δεν τους ήθελα κοντά του. Δεν ανήκε εκεί. Ήξερα όμως ότι ούτε εγώ ανήκα κοντά του. Αν υπήρχε οποιοσδήποτε περιοριστικός νόμος για αταίριαστους ανθρώπους θα είχε φτιαχτεί για εμάς. Και κάπου ανάμεσα στους ζαλισμένους φίλους του, στο πολύ κρασί, στην ταράτσα με τα ίσια κάγκελα και στο εισιτήριο μου με την αυριανή ημερομηνία, ακούσαμε εκείνο το τραγούδι. Το μόνο μας κοινό. Κοιταχτήκαμε και γελάσαμε. Δεν υπήρχε χρόνος για πικρίες. Όταν όλη σου η ύπαρξη αποτελείται από διαφορές ώρας, κλεμμένα λεπτά με αγαπημένους ανθρώπους και μεγάλη απόσταση, καταλαβαίνεις ότι η ζωή είναι πολύ μικρή για πικρίες. Άπλωσε το χέρι του, μια κίνηση αγάπης, όχι τυπική χειραψία. Το ότι διαφέρεις τόσο με κάποιον δεν σημαίνει ότι δεν μπορείς να τον αγαπάς.
«Θες να χορέψουμε;» ρώτησε ακόμα χαμογελώντας.