Ζούμε εκείνη τη ζωή που οι πιο πολλοί ονειρεύονται.
Εκείνη που περιλαμβάνει τρένα, αεροπλάνα, βαλίτσες και εισιτήρια. Μεγάλες τσάντες, διαφορές ώρας και ακουστικά για να υπάρχει μουσική ανάμεσα σε όλα τα ταξίδια.
Όταν είσαι μικρότερος και ακόμα όλα αυτά είναι στο μυαλό σου σαν ένα σχέδιο δεν φοβάσαι πολύ. Αυτή η πραγματικότητα σου φαίνεται μακρινή και ίσως και λίγο άπιαστη και έτσι γίνεται πιο μαγική.
Αλλά δεν είναι.
Ούτε μακρινή. Ούτε άπιαστη. Ούτε μαγική.
Και κάπως έτσι έρχεται εκείνη η μέρα που μένεις σε ένα διαμέρισμα, πολύ ακριβό για αυτά που σου προσφέρει, σε μια γκρίζα πόλη που για κάποιο λόγο φαίνεται να έχει τσακωθεί με τον ήλιο και χωρίς τα άτομα, με τα οποία μοιράστηκες το πρώτο σου «για πάντα».
Και ξαφνικά σου λείπουν όλα. Σου λείπει η κάθε μικρή λεπτομέρεια που μια ζωή μισούσες για το σπίτι και τη ζωή σου και τώρα ξέρεις οτι ίσως δεν ξαναβρείς πουθενά στον κόσμο, ο οποίος έχει γίνει ένα άλλο, πιο μεγάλο, πιο περίεργο σπίτι σου.
Δεν θα ξυπνήσεις ποτέ ξανά Κυριακή πρωί, στο μονό κρεβάτι του παιδικού σου σομόν δωματίου, με τον αθηναϊκό ήλιο να καίει το πρόσωπό σου και να σε κάνει να χαμογελάς. Δεν θα ξυπνήσεις ποτέ ξανά χωρίς να έχεις μπροστά σου μια μέρα χωρίς υποχρεώσεις. Δεν θα ξυπνήσεις ποτέ ξανά από τη γνωστή φράση «ξύπνα θα αργήσεις στο σχολείο» που τόσο μισούσες αλλά τώρα ακούγεται στα αυτιά σου σαν κάποιο παλιό τραγούδι, που ίσως θα έδινες τα πάντα να ακούσεις ακόμα μία φορά.
Και τα ταξίδια αραιώνουν. Οι φίλοι σε ξεχνούν. Και τους συγχωρείς. Τα «για πάντα» έγιναν «θυμάσαι;» και συνοδεύονται από ένα χαμόγελο νοσταλγίας και σερβίρονται πάντα κρύα.
Όλοι γύρω σου ξαφνικά φοράνε κουστούμι και μοιάζουν λίγο αστείοι. Σα να παίζουν σε κάποιο θέατρο κωμωδία. Και εγώ στέκομαι στο δρόμο ενώ βρέχει και τους παρατηρώ. Μιλούν όλοι στο υπερσύγχρονο κινητό τους, που κάνει όλη τη συζήτηση που οι ηθοποιοί δεν κάνουν με τις εννιάχρονες κόρες τους. Έχουν γίνει καλύτεροι φίλοι με τους υπολογιστές τους και έχουν δεσμευτεί σε μια περίπλοκη σχέση με το χαρτοφύλακά τους. Και οι πιο πολλοί κρατάνε ομπρέλα.
Η παράσταση αυτή με έχει συνεπάρει τόσο που όταν σταματάει η βροχή περιμένω να κάνουν υπόκλιση.
Δεν κάνουν όμως.
Και εγώ χειροκροτάω
Και χειροκροτάω και γελάω και ελπίζω ότι όταν η παράσταση τελειώσει πάει ο καθένας σπίτι του. Καταλήγω στο ότι αυτό που λείπει από τη γκρι πόλη που έχει τσακωθεί με τον ήλιο είναι ένας σούπερ ήρωας. Και εκεί που πετάω τριαντάφυλλα στους ηθοποιούς, εκεί που σηκώνομαι και τινάζω λίγο το κάθισμά μου, εκεί που πέφτει η αυλαία και στρίβω στην επόμενη συννεφιασμένη γωνία του δρόμου, ξαφνικά τον βλέπω.