Wednesday 7 May 2014

Αντίδοτο για τα σαμπουάν και ημερομηνίες λήξης.



Το περιτύλιγμα της σοκολάτας που πέταξα πριν λίγο στα σκουπίδια είχε επάνω του τυπωμένη μια ημερομηνία λήξης. Να ξέρω και εγώ μέχρι πότε μπορώ να τη φάω και να γεμίσω σεροτονίνη σαν άνθρωπος. Εύχομαι να είχαν και οι άνθρωποι τυπωμένες επάνω τους ενδεικτικές ημερομηνίες λήξης. Τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο εύκολα.

Μήνυμα πρώτο. «Μου λείπεις». Είναι Μάιος του 2014. Έφυγες.
Μήνυμα δεύτερο. «Θα ήθελα πολύ να πιεις καφέ από την κούπα μου» Καλοκαίριασε. Έχουμε καιρό μέχρι τα Χριστούγεννα. Έρχομαι.

Μέρα, μήνας, χρόνος. Τρεις διαφορετικές πληροφορίες που μας βοηθούν να πάρουμε μια απόφαση. Εγώ τη δική μου την πήρα πάντως. Ας τη λουστώ.
Άραγε τα σαμπουάν να έχουν ημερομηνία λήξης; Και αν έχουν τι να συμβαίνει αν τις υπερβείς; Και αν συμβεί κάτι όταν τις υπερβείς, υπάρχει αντίδοτο;

Αν υπήρχε αντίδοτο για την υπέρβαση του χρόνου θα ήταν μάλλον το άσπρο χρώμα. Θα μας έβαζαν όλους εμάς, που φάγαμε σοκολάτα καθυστερημένα ή που λουστήκαμε με σαμπουάν προπέρσινα ή που απαντήσαμε στο μήνυμα «μου λείπεις» και θα μας έκλειναν σε ένα άδειο, άσπρο δωμάτιο μέχρι να λήξουμε και εμείς.

Ίσως όλοι οι ληγμένοι άνθρωποι που βλέπω κάθε μέρα να ζουν την τιμωρία τους οι καημένοι. Και αν είναι όντως έτσι, που μαζεύονται τα βράδια, να πάω να τους βρω; Κάτι μου λέει οτι σύντομα θα λήξω και εγώ. Η γεύση μου και το χρώμα μου αλλοιώνονται ήδη, το νιώθω. Και αν μαζεύονται κάπου όντως, πάνε στην ώρα τους ή αργούν και εκεί; Και αν αργούν τι θα κάνω εγώ όσο περιμένω;

Υ.Γ. 1 Τα σαμπουάν δε λήγουν. Το έλεγξα
Υ.Γ. 2 Το άσπρο δεν είναι χρώμα. Τι χαζή που είμαι. Είναι όλα τα χρώματα μαζί. Και τιμωρία σε πολύχρωμο δωμάτιο δεν είναι τιμωρία.
Υ. Γ 3 Είμαι πολύ μπερδεμένη.

Wednesday 2 April 2014

Πεπόνι.



Τέσσερις τοίχοι. Ταβάνι και πάτωμα. Τοίχοι προστασία. Παρενθέσεις. Περιβάλλουν μια ζωή ή στη δικιά μου την περίπτωση το κενό. Ένα κενό γεμάτο με εικόνες από το μέλλον. Γεμάτο με τις λέξεις που κάποτε θέλω να πω. Γεμάτο με ιστορίες που κάποτε θα γράψω. Γεμάτο με φιλιά που κάποτε θα δώσω. Γεμάτο με βόλτες που κάποτε θα πάω. Γεμάτο με φιλίες που έχουν μπει στο pause. Βαρέθηκα το pause. Το μίσησα. Και μέσα στους τοίχους τίποτα δεν μοιάζει πιο μακρινό από το play. Έδωσα πριν πολύ καιρό ένα ραντεβού και όσο περνάνε οι μέρες τόσο πιο μακρινό μου φαίνεται.

Ταβάνι. Κάηκε η λάμπα μου και έχει σκοτεινιάσει και αυτό. Εκεί κάπου πέφτουν τα συννεφάκια με τις σκέψεις μου που τείνουν να μοιάζουν τόσο η μία με την άλλη που πια δεν ξέρω αν κάνω διάφορες μέσα στη μέρα ή κάνω μία. Μία μόνο. Σε κάθε περίπτωση η σύγκρουση με το ταβάνι παράγει έναν ήχο τόσο ενοχλητικό και τόσο γνώριμο- σαν το τικ τακ του ρολογιού. Τικ- σκέψη γίνεται συννεφάκι και πετάει. Τακ- σκέψη πέφτει στο ταβάνι και δεν φοράει ζώνη. Το ταβάνι γίνεται εμπόδιο της πτήσης της σκέψης μου και της πιθανής υλοποίησής της. Ταβάνι-σκέψη/συννεφάκι 1-0.

Μέλλον. Άγνωστο. Θα. Θα. Θα. Θα. Κάποτε θα γυρίσω. Κάποτε θα βάψω όλους τους άσπρους νοικιασμένους μου τοίχους ένα χτυπητό ροζ και θα ηρεμήσω. Κάποτε θα πάρω ένα μαρκαδόρο και θα γεμίσω μουτζούρες, υπογραφές και στιχάκια όλο μου το σπίτι. Κάποτε το 'θα' μου θα βαφτεί ολόκληρο ροζ και θα χορεύει στο ταβάνι. Κάποτε θα σταματήσω να ζω για το μέλλον. Μέλλον. Πώς είναι δυνατόν σε κάποια γλώσσα το μέλλον να σημαίνει πεπόνι;

Στο πεπόνι εγώ θα πάω διακοπές στα νησιά.

Το πεπόνι άγνωστο. Κανείς δεν μπορεί να το προβλέψει.

Χωρίζουμε. Αλλά ίσως στο πεπόνι ξαναείμαστε μαζί.

Να έχεις ένα όμορφο ολοστρόγγυλο πεπόνι.

Και μου λείπει. Μου λείπει. Μου λείπει. Μου λείπει. Ζωγραφίζω στο μυαλό μου το πρόσωπό του όπως ακριβώς το θυμάμαι- χαμογελαστό. Η σκέψη γίνεται συννεφάκι και πετάει και πετάει ώσπου ΜΠΟΥΜ. Σπάει σε μικρά κομματάκια στην επαφή του με το ταβάνι και γεμίζει το κενό ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους μου σαν κομφετί από τα πάρτι που θα πάω στο μέλλον-πεπόνι.

Έχω πονοκέφαλο. Πάντα μου φέρνουν πονοκέφαλο οι πτήσεις- ειδικά αυτές προς το ταβάνι. Και λείπει και αυτός που κάποτε μου έδινε παυσίπονο με καραμέλες για να μην πικρίζω. Πίκρα δηλαδή. Πίκρα-πεπόνι 1-0.

Μαζεύω ήσυχα ήσυχα τα μικρά κομφετί από το κενό του δωματίου μου και ελπίζω. 42 ακόμα παγωμένες μέρες μέχρι το μέλλον να γίνει παρόν. Μέχρι να έρθει το πεπόνι.


Wednesday 26 March 2014

Διάλογος

Βρέθηκα να χαζεύω τη φωτισμένη Αθήνα, από εκείνο το μέρος που τον είχα δει τόσες φορές στο παρελθόν. Βρέθηκα να παρατηρώ τους φίλους του, τους ανθρώπους που πια δεν ήμουν σίγουρη αν και εκείνος καλά καλά συμπαθούσε ή ήταν όλοι μέρος του μεγάλου σχεδίου του. Ανθρωπάκια φαίνονταν όλοι από ψηλά και ξαφνικά δεν ήμουν σίγουρη αν θα φαίνονταν έστω και λίγο μεγαλύτεροι ακόμα και αν τους κοίταζα από πιο κοντά. Ανθρωπάκια. Που το χαμόγελό τους δεν άγγιζε τα μάτια τους και οι ρυτίδες γύρω από τα χείλη τους δεν ήταν έκφρασης. Παρ’ όλα αυτά ήξερα ότι ίσως δεν ήμουν πιο ευτυχισμένη από αυτούς. Στηρίχτηκα από το κάγκελο της ταράτσας και σχεδόν ξεχάστηκα για μια στιγμή. Λεπτό δεν μου πέρασε από το μυαλό η πιθανότητα ότι δεν θα έρθει γι’ αυτό και δεν ξαφνιάστηκα όταν άκουσα τη φωνή του.

«Δεν άλλαξες καθόλου»

Στον ήχο της φωνής του χαμογέλασα. Είχα να τον δω πιο πολύ από ένα χρόνο. Δεν γύρισα να τον κοιτάξω όμως. Ήρθε και στάθηκε δίπλα μου. Έπιασε το κάγκελο μπροστά του με τον ίδιο τρόπο και κοίταξε και αυτός κάτω.

«Τι κοιτάς;» ρώτησε. «Τη ζωή σου» του είπα και επιτέλους τον κοίταξα. «Και εγώ αυτή κοιτάω» είπε και γύρισε το βλέμμα του πάνω μου. «Ούτε εσύ άλλαξες» του είπα γελώντας. «Πόσο θα μείνεις αυτή τη φορά;» ρώτησε αγνοώντας τελείως την παρατήρησή μου. «Μέχρι αύριο» του είπα νιώθοντας μετά από πολύ καιρό ένοχη.

Τα γέλια και οι φωνές των μικρών ανθρώπων από το δρόμο ακούγονταν καθαρά. Ζαλισμένοι οι περισσότεροι από το ποτό, γελούσαν. Περνούσαν καλά. Ένιωθα ζήλια γι' αυτή τη γλυκιά άγνοια, την απόσταση από οτιδήποτε είχε ουσία. Φυσικά πρόσεξε ότι ήμουν πάλι χαμένη στις σκέψεις μου και γι' αυτό συνέχισε με τις ερωτήσεις του, που πάντα έβρισκα υπερβολικά εύστοχες και ενοχλητικές. «Τι σκέφτεσαι;» Πήρα το χρόνο μου για να απαντήσω. Ήξερα ότι δεν θα τον πείραζε, ότι ίσως το περίμενε κιόλας.
«Αν είσαι πραγματικά φτιαγμένος για όλο αυτό» παραδέχτηκα. «Δεν είμαι» είπε γρήγορα. «Αλλά νόμιζα ότι θα είχες καταλάβει μέχρι τώρα ότι στη ζωή δεν κάνουμε πάντα αυτό που θέλουμε. Υπάρχει και το πρέπει. Αυτό δεν κάνεις και εσύ τόσα χρόνια;» προκάλεσε.
«Έμαθα να θέλω ό,τι κάνω. Και ό,τι έχω.» είπα ψέματα χωρίς να τον κοιτάω και αυτός γέλασε. «Εγώ τουλάχιστον δεν προσπαθώ να κοροϊδέψω τον εαυτό μου» απάντησε.
«Ωραία. Εγώ δεν έχω επιλογές. Εσύ έχεις. Φύγε από όλο αυτό, μπορείς να αλλάξεις τα πάντα» είπα σχεδόν παρακαλώντας.
«Τι ώρα πετάς αύριο;»

Οι φίλοι του ανίδεοι, χόρευαν, γέλαγαν, χάριζαν τη ζωή τους όλη σε ένα βράδυ με μουσική και κρασί. Δεν τους ήθελα κοντά του. Δεν ανήκε εκεί. Ήξερα όμως ότι ούτε εγώ ανήκα κοντά του. Αν υπήρχε οποιοσδήποτε περιοριστικός νόμος για αταίριαστους ανθρώπους θα είχε φτιαχτεί για εμάς. Και κάπου ανάμεσα στους ζαλισμένους φίλους του, στο πολύ κρασί, στην ταράτσα με τα ίσια κάγκελα και στο εισιτήριο μου με την αυριανή ημερομηνία, ακούσαμε εκείνο το τραγούδι. Το μόνο μας κοινό. Κοιταχτήκαμε και γελάσαμε. Δεν υπήρχε χρόνος για πικρίες. Όταν όλη σου η ύπαρξη αποτελείται από διαφορές ώρας, κλεμμένα λεπτά με αγαπημένους ανθρώπους και μεγάλη απόσταση, καταλαβαίνεις ότι η ζωή είναι πολύ μικρή για πικρίες. Άπλωσε το χέρι του, μια κίνηση αγάπης, όχι τυπική χειραψία. Το ότι διαφέρεις τόσο με κάποιον δεν σημαίνει ότι δεν μπορείς να τον αγαπάς.
«Θες να χορέψουμε;» ρώτησε ακόμα χαμογελώντας.

Wednesday 26 February 2014

Τελεία .

Τελεία. Όχι κόμμα. Τέλος και όχι σύντομη παύση.
Μπαίνεις σε ένα μαγαζί με ομπρέλες και ψάχνεις γρήγορα με το βλέμμα σου την πιο πολύχρωμη. Γιατί όχι μόνο βρέχει αλλά ξαφνικά είναι όλα γκρι. Και αυτό σε ενοχλεί πιο πολύ και από τις ψιχάλες. Δεν σου αρέσει πια η μυρωδιά της βροχής, τη σιχαίνεσαι. Σου θυμίζει όλα όσα πήγαν λάθος. Όσα έκανες, όσα δέχτηκες ενώ δεν έπρεπε και όσα αρνήθηκες ποτέ να ακούσεις. Διαλέγεις μία κίτρινη, με άσπρες βούλες. Μικρές, μικρές άσπρες τελείες για να σου θυμίζουν το τέλος και όχι τη σύντομη παύση.

Τελεία. Όχι τέλεια. Γιατί θα άλλαζες πολλά- μα πια δεν κάνεις τίποτα. Δε γυρίζεις σελίδα. Αλλάζεις βιβλίο. Παίρνεις ένα ολοκαίνουργιο χωρίς να γνωρίζεις τίποτα για τους καινούργιους χαρακτήρες και χωρίς να ξέρεις την κάθε σελίδα που τόσο αγάπησες κάποτε, απ' έξω. Δεν ξέρεις που βρίσκεται η κάθε τελεία και πως μυρίζουν οι σελίδες που θα γυρνάς έτσι τη μία μετά την άλλη, σελίδα, σελίδα, σελίδα. Λες και έτσι ξεχνάει κανείς τις τελείες και τις παύσεις. Με καινούργιες σελίδες που το μελάνι στεγνώνει ακόμα πάνω τους.


Τελεία. Για μια τελευταία φορά. Γιατί τα μίσησες τα σημεία στίξης. Και πιο πολύ τα θαυμαστικά. Το μόνο που σου έχει μείνει τώρα είναι κάτι ξεθωριασμένα, άοσμα ερωτηματικά. Γιατί αυτά ακολουθούν τις τελείες. Μαζεύουν με σκούπα και φαράσι το χάος που δημιούργησαν τα μικρά κυκλάκια που προηγήθηκαν.

Τελεία. Και παύλα.

Wednesday 29 January 2014

Κωμωδία.





Ζούμε εκείνη τη ζωή που οι πιο πολλοί ονειρεύονται.

Εκείνη που περιλαμβάνει τρένα, αεροπλάνα, βαλίτσες και εισιτήρια. Μεγάλες τσάντες, διαφορές ώρας και ακουστικά για να υπάρχει μουσική ανάμεσα σε όλα τα ταξίδια.
Όταν είσαι μικρότερος και ακόμα όλα αυτά είναι στο μυαλό σου σαν ένα σχέδιο δεν φοβάσαι πολύ. Αυτή η πραγματικότητα σου φαίνεται μακρινή και ίσως και λίγο άπιαστη και έτσι γίνεται πιο μαγική.

Αλλά δεν είναι.
Ούτε μακρινή. Ούτε άπιαστη. Ούτε μαγική.


Και κάπως έτσι έρχεται εκείνη η μέρα που μένεις σε ένα διαμέρισμα, πολύ ακριβό για αυτά που σου προσφέρει, σε μια γκρίζα πόλη που για κάποιο λόγο φαίνεται να έχει τσακωθεί με τον ήλιο και χωρίς τα άτομα, με τα οποία μοιράστηκες το πρώτο σου «για πάντα».
Και ξαφνικά σου λείπουν όλα. Σου λείπει η κάθε μικρή λεπτομέρεια που μια ζωή μισούσες για το σπίτι και τη ζωή σου και τώρα ξέρεις οτι ίσως δεν ξαναβρείς πουθενά στον κόσμο, ο οποίος έχει γίνει ένα άλλο, πιο μεγάλο, πιο περίεργο σπίτι σου.

Δεν θα ξυπνήσεις ποτέ ξανά Κυριακή πρωί, στο μονό κρεβάτι του παιδικού σου σομόν δωματίου, με τον αθηναϊκό ήλιο να καίει το πρόσωπό σου και να σε κάνει να χαμογελάς. Δεν θα ξυπνήσεις ποτέ ξανά χωρίς να έχεις μπροστά σου μια μέρα χωρίς υποχρεώσεις. Δεν θα ξυπνήσεις ποτέ ξανά από τη γνωστή φράση «ξύπνα θα αργήσεις στο σχολείο» που τόσο μισούσες αλλά τώρα ακούγεται στα αυτιά σου σαν κάποιο παλιό τραγούδι, που ίσως θα έδινες τα πάντα να ακούσεις ακόμα μία φορά.

Και τα ταξίδια αραιώνουν. Οι φίλοι σε ξεχνούν. Και τους συγχωρείς. Τα «για πάντα» έγιναν «θυμάσαι;» και συνοδεύονται από ένα χαμόγελο νοσταλγίας και σερβίρονται πάντα κρύα.


Όλοι γύρω σου ξαφνικά φοράνε κουστούμι και μοιάζουν λίγο αστείοι. Σα να παίζουν σε κάποιο θέατρο κωμωδία. Και εγώ στέκομαι στο δρόμο ενώ βρέχει και τους παρατηρώ. Μιλούν όλοι στο υπερσύγχρονο κινητό τους, που κάνει όλη τη συζήτηση που οι ηθοποιοί δεν κάνουν με τις εννιάχρονες κόρες τους. Έχουν γίνει καλύτεροι φίλοι με τους υπολογιστές τους και έχουν δεσμευτεί σε μια περίπλοκη σχέση με το χαρτοφύλακά τους. Και οι πιο πολλοί κρατάνε ομπρέλα.
Η παράσταση αυτή με έχει συνεπάρει τόσο που όταν σταματάει η βροχή περιμένω να κάνουν υπόκλιση.
Δεν κάνουν όμως.
Και εγώ χειροκροτάω

Και χειροκροτάω και γελάω και ελπίζω ότι όταν η παράσταση τελειώσει πάει ο καθένας σπίτι του. Καταλήγω στο ότι αυτό που λείπει από τη γκρι πόλη που έχει τσακωθεί με τον ήλιο είναι ένας σούπερ ήρωας. Και εκεί που πετάω τριαντάφυλλα στους ηθοποιούς, εκεί που σηκώνομαι και τινάζω λίγο το κάθισμά μου, εκεί που πέφτει η αυλαία και στρίβω στην επόμενη συννεφιασμένη γωνία του δρόμου, ξαφνικά τον βλέπω.

Wednesday 8 January 2014

A good sense of humor



There were a thousand reasons why I didn’t want to get out of bed. But apparently the universe wasn’t going to let me sleep.


After looking at the morning sky, once again filled with clouds, I had over a million reasons to not get out of the house either. "Hey, at least it's not raining!" I think to myself and feel a tad better for ten seconds or so. But I'm not deluded by my surge in positivity. I'm getting sick of everything and really need someone else to take the wheel for a while. Even if that someone is drunk.

My life lately has been full of "huh?" moments. Moments when I wonder if everything really happens for a reason. I find myself almost convinced that what we are all living has actually already been written. And if this is true, whoever wrote the events of my life this year has a good sense of humor. Or a terrible one. I'm still undecided. In every corner of my year, I had found in the most terrible way another truth for myself; because whoever wrote the events of my life this year didn’t pull any punches. They were giving me the truth and the truth hurt.

If my life had an escape button, I would’ve checked out for the day. And there is another small problem. It is still January .