Saturday 24 November 2018

Ομπρέλες και λέξεις



Θα μπορούσα να γράφω λέξεις για ώρες. Λέξεις αμέτρητες που όλες μαζί θα έβγαζαν νόημα. Ή ίσως και όχι.

Μου αρέσει να τις γράφω, όχι τόσο να τις λέω. Αφού λέγονται τόσο δύσκολα. Σχεδόν όσο δύσκολα ακούγονται.

Τη σκέφτομαι πάλι. Αναρωτιέμαι αν ένιωθε και εκείνη τότε, όπως νιώθω τώρα εγώ. Αν τις σκέψεις που κάνω εγώ τις έκανε και εκείνη. Αναρωτιέμαι αν καμιά φορά μιλούσε και αυτή μόνη της ή αν ο λόγος που μιλούσε τόσο όταν την έβλεπα, ήταν ότι δεν μιλούσε ποτέ μόνη της. Ή και με κανέναν άλλο.

Αν η απουσία είχε χρώμα, θα ήταν σίγουρα γκρι- είναι δύσκολο να είναι όλα γκρι.
Και είναι δύσκολο να μην το προσέχεις καν πια. Μα το δυσκολότερο από όλα είναι να χρειάζεσαι κάποιον άλλο να κρατάει την ομπρέλα σου.


Βλέπεις, εγώ μπορεί να ξυπνάω κάθε μέρα σίγουρη ότι αν κοιτάξω έξω από το παράθυρό μου θα έχει συννεφιά, ακόμα και αν έξω έχει καύσωνα ή ακόμα και αν ακούς τα καλοκαιριάτικα τζιτζίκια να τραγουδάνε. Και μπορεί, ακόμα χειρότερα, να μη νιώθω τίποτα γι’ αυτό πια. Όμως η διαφορά μου μαζί τους, είναι ότι τις φορές που έχω δίκιο και όντως οι σταγόνες της βροχής ακουμπούν τον κήπο μου, δεν έχω ανάγκη κανέναν να μου κρατήσει την ομπρέλα. Δεν χρειάζομαι κανέναν να μου πετάξει σωσίβιο και δεν περιμένω κανέναν να έρθει στη βάρκα του να με σώσει μέσα στον κατακλυσμό.
Όπως δεν χρειαζόταν και εκείνη.